Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακατάπαυστα, επίρρ.
-
- Aσταμάτητα, αδιάκοπα:
- (Eρμον. Z 4).
[<επίθ. ακατάπαυστος. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Aσταμάτητα, αδιάκοπα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάπαυστα [akatápafsta] adv (& less
- freq ακατάπαυτα) (forms w. -αυστ- & -αυτ- often interchanged in same author) incessantly, ceaselessly (syn in αδιάκοπα):
- βρέχει ~ (ακατάπαυτα) |
- η βροχή έπεφτε ~ (ακατάπαυτα) |
- μιλάει, δουλεύει (εργάζεται) ~ (ακατάπαυτα) |
- μελέτα ~ (ακατάπαυτα) |
- ίδρωνα ~ (ακατάπαυτα) |
- και είχαμεν πόλεμον ~ (ακατάπαυτα) μέρα και νύχτα (Makryg) |
- οι άνθρωποι ~ (ακατάπαυτα) πολεμούν (id.) |
- ο ποιητής έχει προσηλωμένα τα βλέμματά του προς τα εμπρός και μαζί ~ (ακατάπαυτα) γυρισμένα προς τα οπίσω (Palam) |
- το ελληνικό τοπίο ... ανανεώνεται ~ (ακατάπαυτα) |
- κόσμος και κοσμάκης μπαινοβγαίνει ~ (ακατάπαυτα) |
- (Melas) |
- τα καυτερά θέματα ... βασανίζουν ~ (ακατάπαυτα) τη σκέψη μας (Theotokas) |
- poem και τρίζουνε (sc τα κόκκαλα) ~ (ακατάπαυτα), την κρίση αναζητώντας (Solom) |
- ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει |
- κάθε τέκνο σου με ορμή, |
- που ~ (ακατάπαυτα) γυρεύει |
- ή τη νίκη ή τη θανή (id.) |
- την αλήθεια ~ (ακατάπαυτα) αναζήτα (Mavilis)
[fr MG ακατάπαυστα]
- freq ακατάπαυτα) (forms w. -αυστ- & -αυτ- often interchanged in same author) incessantly, ceaselessly (syn in αδιάκοπα):