Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάλυτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακατάλυτος, επίθ.
  • Που δεν καταλύεται, άφθαρτος, αιώνιος:
    • ακατάλυτος δόξα και βασιλεία (Σκλάβ. 273).

[μτγν. επίθ. ακατάλυτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατάλυτος -η -ο [akatálitos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί κανένας να τον καταλύσει, να τον καταργήσει ή να τον αφανίσει, για κτ. που έχει ισχύ και διάρκεια: Tα ακατάλυτα μνημεία του πνεύματος / του παρελθόντος. Οι ακατάλυτοι συγγενικοί δεσμοί. Οι ακατάλυτες ηθικές αξίες. || (σπάν.) που δεν έχει καταλυθεί. 2. (εκκλ.) που δεν επιτρέπεται να καταλυθεί12. ακατάλυτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάλυτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάλυτος, -η, -ο [akatálitos] (& region. [also Myriv, Seferis] ακατέλυτος)
  • ① indissoluble, indestructible, imperishable, solid (syn άλιωτος, ανθεκτικός, άφθαρτος, αχάλαστος, στερεός):
    • ακατάλυτη ύλη |
    • ακατάλυτο σπίτι or χτίριο, ακατάλυτα τείχη |
    • ακατάλυτα παπούτσια |
    • ακατάλυτο ρούχο long-wearing clothing |
    • η θαλασσοκρατορία της Aγγλίας ήταν άλλοτε ακατάλυτη |
    • ακατάλυτο πείσμα |
    • ακατάλυτη ενότητα solid unity, e.g. |
    • σαν μια ακατάλυτη ... ενότητα η ρωμιοσύνη είναι ολοζώντανη (ThFrangop) |
    • ακατάλυτη εξουσία |
    • ακατάλυτη σχέση |
    • ακατάλυτοι δεσμοί (συγγενικοί, φιλικοί, πνευματικοί κλ) |
    • η ακατάλυτη πίστη στο θαύμα |
    • ακατάλυτη δόξα, ακατάλυτη φήμη |
    • ακατάλυτη θεότητα |
    • το ακατάλυτο πνεύμα του ορθολογισμού |
    • ακατάλυτα μνημεία του πνεύματος |
    • ακατάλυτες αρχές (π.χ. δημοκρατικές) |
    • τ' ακατάλυτα αγαθά της κλασικής παιδείας (Papanoutsos) |
    • ακατάλυτη δύναμη, e.g. η ζωή τ' ανθρώπου είναι μια ακατάλυτη δύναμη (LAkritas) |
    • ακατάλυτη ελληνική φύτρα |
    • ο αιώνιος κι ~ Pωμιός |
    • ακατάλυτη φιλία |
    • ακατάλυτες αξίες (ηθικές κλ) |
    • ακατάλυτο αγωνιστικό πάθος |
    • ακατάλυτα αισθήματα της οικογένειας και της πατρίδας |
    • ακατάλυτη ύπαρξη της χαράς της ζωής |
    • τι μυστήριο ακατάλυτο είναι ο αγώνας του ανθρώπου (Kazantz) |
    • ο Παλαμάς ύψωσε ... το ναό που ονειρεύτηκε με κυρίαρχη, ακατάλυτη θεότητα την ομορφιά (Melas) |
    • μέσα τους ζη και πάλλεται ένας ~ πυρήνας αλήθειας (Karantonis) |
    • η κυβέρνηση παραμένει ακατάλυτη (Despotop) |
    • η τέτοια φιλοσοφία πρέπει να είναι ακατάλυτη, η perennis philosophia (Theodoridis) |
    • (το Bυζάντιο) μας άφησε πλούσια πνευματική κληρονομία, ακατάλυτη από το χρόνο (Tatakis) |
    • poem είμ' εγώ η ακατάλυτη |
    • ψυχή των Σαλαμίνων (Palam) |
    • ώσπου τη συνεπαίρνει μόνος, |
    • όλβια, |
    • στην αγάπη του γλυκού του νόμου |
    • ο ~ ρυθμός (Sikel) |
    • μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη μουσική και παντοτινής (Seferis) a love of indissoluble rhythm, unconquerable like music and endless |
    • και ζω με το ακατάλυτο όραμά σου (Skipis) |
    • ακατάλυτο εγώ και δεν πεθαίνω· |
    • τ' ανέσπερο είμαι Πνεύμα της φυλής (Simiriotis) |
    • ψυχή ακατάλυτη, άφθαρτη, σε παίρνουν |
    • οι σκόρπιες πνοές (Xydis)
  • ② eccl & relig not permitted to be broken, of a fast:
    • η νηστεία της Σαρακοστής είναι ακατάλυτη
  • ⓐ synecd of fast days:
    • η πρώτη μέρα της Σαρακοστής or η Mεγάλη Παρασκευή είναι ακατάλυτη breaking one's fast on the 1st day of Lent or on Good Friday is not permissible

[fr MG ακατάλυτος ← K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες