Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάλυτα [akatálita] adv
- indissolubly, indestructibly, imperishably, (very) strongly, mightily (syn αδιάλυτα, αδιάρρηκτα):
- η παλαιοντολογία συνδέεται ~ με την ενωρίτατη ιστορία του ανθρώπου paleontology is indissolubly linked w. the earliest history of man |
- να παλεύουμε ~ με τους ανθρώπους (Kazantz) |
- (η καταβολή της πατρίδας μας) υπήρξεν ... ~ ευεργετική (Athanas) |
- ένα ρεύμα που ~ κι αδυσώπητα κυλάει προς μιαν άγνωστη κατεύθυνση (Lambridi) |
- υπάρχει ο άνθρωπος ~ εδραιωμένος στην ελευθερία του (Despotop)
[der of ακατάλυτος]
- indissolubly, indestructibly, imperishably, (very) strongly, mightily (syn αδιάλυτα, αδιάρρηκτα):