Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάλληλο [akatálilo] το,
- unsuitableness, ineptitude, impropriety (syn ακαταλληλότητα) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάλληλος -η -ο [akatálilos] Ε5 : ANT κατάλληλος. 1. για κτ. που δεν έχει τα χαρακτηριστικά ή την ποιότητα που είναι απαραίτητα για ένα συγκεκριμένο άτομο, για μια συγκεκριμένη χρήση ή περίσταση: Tο κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για μαθητές δημοτικού σχολείου / για σχολείο. Tα παπούτσια σου είναι ακατάλληλα για ορειβασία. Ήρθες στην πιο ακατάλληλη ώρα. Έδαφος ακατάλληλο για την καλλιέργεια οπωροφόρων. Φάρμακο ακατάλληλο για τη θεραπεία του κρυολογήματος, αναποτελεσματικό. Aκατάλληλη λέξη / έκφραση, που δεν κυριολεκτεί, που δεν εκφράζει σωστά το νόημα. Tο βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για μικρά παιδιά, γιατί είναι δυσνόητο. || για βιβλίο, θέαμα ή ακρόαμα που κρίνεται ότι δε συμβάλλει στην ηθική διαπαιδαγώγηση: H τηλεόραση προβάλλει τις νυχτερινές ώρες ακατάλληλες ταινίες. Kινηματογραφικό έργο ακατάλληλο για ανηλίκους. || (ως ουσ.) το ακατάλληλο, η ακαταλληλότητα: Tο ακατάλληλο του εδάφους. Συγγνώμη(ν) για το ακατάλληλο της ώρας. 2. για κπ. του οποίου οι ικανότητες, τα προσόντα ή ο χαρακτήρας δεν ανταποκρίνονται σε κάποιες συγκεκριμένες απαιτήσεις και ανάγκες: Είναι κατάλληλος για να διδάξει μεγάλα παιδιά, τελείως ~ όμως για μικρά. Ο υπάλληλος κρίθηκε ~ για τη θέση του προϊσταμένου. Άνθρωπος ~ για να μεγαλώσει παιδιά. Είσαι ο πιο ~ άνθρωπος για να μου δώσεις συμβουλές.
ακατάλληλα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~ για γάμο / για χειμώνα. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάλληλος `αταίριαστος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάλληλος, -η, -ο [akatálilos]
- ① inappropriate, unsuitable, untoward, inopportune, untimely, ill-timed, inconvenient, wrong (ant κατάλληλος):
- ακατάλληλη εποχή untoward season, wrong season |
- ήρθα σε ακατάλληλη ώρα I came at an untimely hour, at an inappropriate or inconvenient time |
- ακατάλληλη στιγμή inconvenient or poor time |
- φτάνω σε ακατάλληλη στιγμή arrive inopportunely or inconveniently |
- ήταν ακατάλληλη η περίσταση για καλλιτεχνική φιλαρέσκεια (Theotokas)
- ⓐ not tending to achieve a certain goal or result, unsuitable for, poor or harmful (syn απρόσφορος):
- χωράφι ακατάλληλο για καλλιέργεια field unsuitable for cultivation |
- ακατάλληλη θεραπεία μιας αρρώστιας (syn που αντεδείκνυται) |
- ακατάλληλο φάρμακο |
- ακατάλληλο μέταλλο unsuitable metal |
- κλίμα ακατάλληλο για την αρρώστια μου |
- ρούχα ακατάλληλα για τη βαρυχειμωνιά clothes unsuitable for severe winter weather |
- ακατάλληλοι όροι οδηγήσεως poor driving conditions
- ⓑ not fulfilling certain requirements, ineffective, inadequate, of teaching, literary style, expression:
- ακατάλληλο ύφος inadequate style |
- ακατάλληλη έκφραση ineffective phrase |
- (οι άλλοι λόγοι) καθιστούν ακατάλληλη γι' αυτό το σκοπό την εκκλησιαστική διδασκαλία, που γίνεται ολοένα και πιο αντιδραστική (Dimaras)
- ② lacking capacity or qualifications, unqualified or ill-qualified, incompetent, unfit, ineligible, of persons (syn χωρίς τ' απαραίτητα εφόδια or προσόντα, ανίκανος, απαράδεκτος):
- ~ δικηγόρος |
- άτομο ακατάλληλο για τη θέση individual unfit for the post |
- ~ για εργασία (για τη δουλειά) incompetent for work, unemployable |
- είσαι ο πιο ~ άνθρωπος you are the most unsuitable person |
- ήταν ~ να προσφωνήση τον προσκεκλημένο |
- ~ για την έρευνα αυτή |
- ζευγάρι ακατάλληλο για γονείς a couple unfit for parenthood |
- θα 'μασταν ακατάλληλοι για να εκλεγούμε (Kanellop)
- ③ unseemly, of appearance (syn ανάρμοστος, απρεπής)
- ④ not in conformity w. regulations, unsuitable, improper by social standards, of low standing (including brutality, indecency, or immorality) (near-syn άσεμνος, ανήθικος, ant αθώος, κατάλληλος):
- θεατρικό έργο ακατάλληλο a play unsuitable for minors or women |
- ακατάλληλο κινηματογραφικό έργο adults only movie |
- ακατάλληλα αναγνώσματα unsuitable readings |
- βιβλίο ακατάλληλο για μικρά παιδιά
[fr K, AG ἀκατάλληλος]
- ① inappropriate, unsuitable, untoward, inopportune, untimely, ill-timed, inconvenient, wrong (ant κατάλληλος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαταλληλότητα η [akatalilótita] Ο28 : η ιδιότητα του ακατάλληλου. ANT καταλληλότητα: H αποτυχία της οικονομικής μεταρρύθμισης οφείλεται στην ~ των προσώπων και των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν.
[λόγ. < ελνστ. ἀκαταλληλότης, αιτ. -ητα (μαρτυρείται στη σημ.: `γραμματική αναντιστοιχία΄)]