Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακατάληπτος, επίθ.
-
- (Προκ. για το Θεό) που δεν μπορεί ο νους του ανθρώπου να τον συλλάβει, ασύλληπτος, ακατανόητος:
- (Θρ. Kων/π. P Suppl. 24823).
[αρχ. επίθ. ακατάληπτος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για το Θεό) που δεν μπορεί ο νους του ανθρώπου να τον συλλάβει, ασύλληπτος, ακατανόητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάληπτος -η -ο [akatáliptos] Ε5 : που δεν μπορεί να τον καταλάβει κανείς, που είναι πολύ δυσνόητος, ασαφής ή ασυνάρτητος. ANT καταληπτός: H έννοια του απείρου είναι ακατάληπτη για τον ανθρώπινο νου. H κινέζικη γλώσσα μού είναι τελείως ακατάληπτη. H διδασκαλία του είναι ακατάληπτη στους μαθητές του. Παραμιλούσε και έλεγε ακατάληπτες κουβέντες. Έχει πολύ κακή άρθρωση και όταν μιλάει είναι τελείως ~. || (ως ουσ.) το ακατάληπτο, η ακαταληψία.
ακατάληπτα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~, με υπονοούμενα και με υπεκφυγές. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάληπτος, αρχ. σημ.: `που δεν αγγίζεται΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάληπτος, -η, -ο [akatáliptos]
- ① incapable of being conquered, unconquerable (syn ακυρίευτος):
- δεν έμεινε φρούριο ακατάληπτο
- ② unintelligible, incomprehensible (syn όχι κατανοητός, ακατανόητος, δυσνόητος, ant καταληπτός, κατανοητός):
- το μυστήριο της φύσεως είναι ακατάληπτο |
- ακατάληπτη διδασκαλία |
- ακατάληπτο σύγγραμα (έργο) incomprehensible work (book) |
- νεκρό και ακατάληπτο κείμενο |
- ακατάληπτοι στίχοι |
- λέξεις, φράσεις ακατάληπτες στον ακροατή |
- μου λες λόγια ακατάληπτα |
- ο ξένος μιλεί μια γλώσσα ολότελα ακατάληπτη |
- ένα γλωσσικό ιδίωμα ... συχνά ακατάληπτο (Terzakis) |
- ο αγέρας έφερνε από κει μηνύματα ακατάληπτα για με (Grigoris) |
- ακατάληπτα παραγγέλματα ... γαβγίζουν οι βαθμοφόροι του (Roufos) |
- το βάθος (των οντολογικών σχηματισμών) είναι υπερνοητό, ακατάληπτο και άφραστο (Papanoutsos) |
- κάνουν τους ακατάληπτους για να περνούν για μεγαλοφυΐες (Charis) |
- ο Θεός είναι ~ |
- δεχόμαστε ακατάληπτη την ουσία του Θεού (Tatakis) |
- ποιητής ~ από τους συγχρόνους του |
- η διάγνωση της ποιητικής τέχνης ... μου κόλλησε στη ράχη την ετικέτα του ακατάληπτου (Palam)
[fr MG ακατάληπτος ← K, PatrG ← AG]
- ① incapable of being conquered, unconquerable (syn ακυρίευτος):