Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάληκτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακατάληκτος, επίθ.
  • Που δεν έχει τέλος, ακατάπαυστος:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1744).

[μτγν. επίθ. ακατάληκτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατάληκτος -η -ο [akatáliktos] Ε5 : που δεν έχει κατάληξη. ANT καταληκτικός. α. (μετρ.) ακατάληκτο μέτρο / ~ στίχος, που έχει πλήρη τον τελευταίο πόδα. β. (στην αρχαία ελλην. γραμμ.) για τριτόκλιτο όνομα που σχηματίζει την ονομαστική του ενικού χωρίς την κατάληξη -ς, π.χ. λιμήν, γέρων. ακατάληκτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάληκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάληκτος, -η, -ο [akatáliktos]
  • ① unended, unfinished (syn αδιάκοπος, ακατάπαυτος):
    • δουλειά or κουβέντα ακατάληκτη |
    • ακατάληκτες συζητήσεις εξακολουθούν |
    • είναι αντίθετη προς κάθε φυγή του ατόμου ... από τη θετικήν αντιμετώπιση των αξιών του πολιτισμού και της ιστορίας προς την ακατάληκτη αμφιβολία και το σκεπτικισμό (Tsatsos)
  • ② gramm having no termination or ending (syn χωρίς κατάληξη):
    • όνομα ακατάληκτο |
    • η ονομαστική και αιτιατική του ενικού αριθμού των θηλυκών ονομάτων σε ακατάληκτα είναι ακατάληκτες
  • ③ anc Gr metr having the last metrical foot complete, acatalectic (ant καταληκτικός):
    • ~ στίχος acatalectic line |
    • ακατάληκτο μέτρο (ant καταληκτικό μέτρο)

[fr MG, K ἀκατάληκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες