Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακατάκριτος, επίθ.
-
- Που δε βασανίζεται (από τον έρωτα):
- (Λίβ. Sc. 597).
[μτγν. επίθ. ακατάκριτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που δε βασανίζεται (από τον έρωτα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάκριτος -η -ο [akatákritos] Ε5 : που δεν τον έχουν κατακρίνει.
[λόγ. < ελνστ. ἀκατάκριτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάκριτος, -η, -ο [akatákritos]
- irreproachable, blameless (syn ακατηγόρητος)
[fr MG ακατάκριτος ← K]