Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακατάδεχτα [akatá∂exta] adv
- disdainfully, haughtily, snobbishly (syn περιφρονητικά, υπεροπτικά, ant καταδεχτικά):
- γύρισαν την πλάτη ~ |
- έσφιξε τα φρύδια του ~ (Vlachogiannis) |
- τον εμποδίζουν από να συνεχίζη ... ~ ... το δούλεμα ... του έργου του (Palam) |
- στάθηκε ... κ' έψαξε γύρω ~ (Terzakis) |
- poem οι δυνατοί που ορθώνονται και που ξανοίγουν πρώτα |
- στοχαστικά, ~, γαλήνια, φροντισμένα |
- στον τσίρκο κάθε αγωνιστή (Palam)
[der of ακατάδεχτος]
- disdainfully, haughtily, snobbishly (syn περιφρονητικά, υπεροπτικά, ant καταδεχτικά):