Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακατάδεκτος, επίθ.
-
- Που δεν είναι καταδεκτικός· περήφανος, αλαζονικός:
- είσαι ακατάδεκτη, τα λόγια δεν αφκράσαι (Eρωτοπ. 11).
[<στερ. α‑ + καταδέχομαι. H λ. τον 7. αι., στο Meursius και σήμ.]
- Που δεν είναι καταδεκτικός· περήφανος, αλαζονικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατάδεκτος -η -ο [akatáδektos] & ακατάδεχτος -η -ο [akatáδextos] Ε5 : που δεν καταδέχεται τους ανθρώπους που είναι ή που θεωρεί ότι είναι κατώτεροί του, που αποφεύγει τη συναναστροφή με αυτούς και που τους φέρεται υπεροπτικά και περιφρονητικά. ANT καταδεκτικός: Έγινε πολύ ~ από τότε που απόκτησε αξιώματα και χρήματα. (ως αστεϊσμός) Πάρε το γλυκό που σου προσφέρω και μην είσαι τόσο ακατάδεχτη.
ακατάδεκτα & ακατάδεχτα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~. [λόγ. επίδρ. στο ακατάδεχτος < μσν. ακατάδεκτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < α- 1 καταδεκ- (καταδέχομαι) -τος]