Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαρύκευτος -η -ο [akaríkeftos] Ε5 : για φαγητό που δεν το έχουν καρυκεύσει, που δεν είναι καρυκευμένο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκαρύκευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαρύκευτος, -η, -ο [akaríceftos] (L)
- ① unseasoned, unflavored, plain (syn χωρίς καρυκεύματα, ανάρτυτος, ant καρυκευμένος)
- ② fig not elaborate, unadorned:
- ~ λόγος
[fr PatrG ἀκαρύκευτος, cpd w. καρυκευτός, which is MG]