Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαρπία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαρπία η [akarpía] Ο25 : η ιδιότητα του άκαρπου1: H ~ της γης, αφορία. || (σπάν.) ατεκνία.

[λόγ. < αρχ. ἀκαρπία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαρπία [akarpía] η, (L) (& dial ακαρπιά)
  • ① unfruitfulness, unproductiveness, of trees and plants (syn αγονία 1, αφορία):
    • έχουμε ~ εφέτος
  • ② infertility, sterility (syn αγονία 2, ατεκνία, στειρότητα)

[fr K ἀκαρπία (pap, 6th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες