Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαριαίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαριαίως [akariéos] adv
  • instantaneously, momentarily (syn ακαριαία, αστραπιαίως):
    • η είδηση μετεδόθη ~ |
    • η φωτιά διεδόθη ~

[fr K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες