Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαριαία [akariéa] adv
- instantaneously, momentarily (syn στιγμιαία, στη στιγμή):
- κάτι πραγματοποιείται ~ |
- οι νέες ιδέες ξαπλώνονται ~ μέσα σε μιαν ορισμένη κοινωνία |
- (ο άνθρωπος) αναλίσκεται, φλέγεται ~ σαν πυροτέχνημα (Papanoutsos) |
- τα εφηβικά μας χρόνια έχομε την αίσθηση ότι τα περάσαμε ~ μέσα στον ίλιγγο μιας ταχύτατης ροής (id.) |
- άξαφνα το θαύμα είχε ~ συντελεστή |
- ομαδικό κέφι είχε ξεσπάσει (Karantonis)
[der of ακαριαίος]
- instantaneously, momentarily (syn στιγμιαία, στη στιγμή):