Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαριαία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαριαία [akariéa] adv
  • instantaneously, momentarily (syn στιγμιαία, στη στιγμή):
    • κάτι πραγματοποιείται ~ |
    • οι νέες ιδέες ξαπλώνονται ~ μέσα σε μιαν ορισμένη κοινωνία |
    • (ο άνθρωπος) αναλίσκεται, φλέγεται ~ σαν πυροτέχνημα (Papanoutsos) |
    • τα εφηβικά μας χρόνια έχομε την αίσθηση ότι τα περάσαμε ~ μέσα στον ίλιγγο μιας ταχύτατης ροής (id.) |
    • άξαφνα το θαύμα είχε ~ συντελεστή |
    • ομαδικό κέφι είχε ξεσπάσει (Karantonis)

[der of ακαριαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες