Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαρίαση η [akaríasi] Ο33 : (ιατρ.) παρασιτική δερματοπάθεια που οφείλεται σε άκαρι.
[λόγ. < νλατ. acariasis < acar- = άκαρ(ι) + -iasis = -ία(σις) -ση]