Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαπήλευτος, επίθ.
-
- Aνιδιοτελής, ειλικρινής:
- ακαπήλευτον φιλίαν (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 22930).
[<στερ. α‑ + αρχ. καπηλεύω. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Aνιδιοτελής, ειλικρινής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαπήλευτος -η -ο [akapíleftos] Ε5 : που δεν τον έχουν καπηλευτεί, που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀκαπήλευτος]