Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακανόνιστος -η -ο [akanónistos] Ε5 : 1.ANT κανονικός2. α. που δεν έχει συμμετρία, που σχηματίζεται από μέρη τα οποία δεν έχουν σχέση αναλογίας ή και αρμονίας: Tο κτίριο έχει ακανόνιστο σχήμα, με δύο πτέρυγες δεξιά και με μια πτέρυγα αριστερά. Tο σπίτι είναι χτισμένο με ακανόνιστες πέτρες. Tα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι ακανόνιστα. β. που δεν επαναλαμβάνεται με ορισμένο ρυθμό ή που δε γίνεται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα: Ο σφυγμός του είναι ~. Εργάζεται σε ακανόνιστες ώρες. || (ως ουσ.) το ακανόνιστο, η ιδιότητα του ακανόνιστου, η έλλειψη κανονικότητας. 2α. που δεν έχει ρυθμιστεί, δεν έχει διευθετηθεί· αρρύθμιστος, ατακτοποίητος. β. (εκκλ.) που δεν έχει ρυθμιστεί σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες.
ακανόνιστα ΕΠIΡΡ: H καρδιά του χτυπά ~. Tρώει / δουλεύει ~, σε όχι τακτικές ώρες. [λόγ.: 1, 2α: α- 1 κανονισ- (κανονίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. irrégulier· 2β: ελνστ. ἀκανόνιστος (< κανών `κανόνας πίστης΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακανόνιστος, -η, -ο [akanónistos]
- ① irregular, inordinate, abnormal (syn ανώμαλος, ant κανονικός):
- ακανόνιστο σχήμα, ακανόνιστη γραμμή |
- οι ακανόνιστες μορφές των σχεδίων των εκκλησιών (Michelis) |
- ακανόνιστο περίγραμμα irregular contour |
- ακανόνιστη λειτουργία μηχανής irregular (abnormal) working (running) of a machine |
- milit ~ σχηματισμός staggered formation |
- ~ στίχος |
- η ακανόνιστη ζωή |
- γυρίζω σπίτι ακανόνιστες ώρες return home inordinate hours |
- περνά κάποιος με ακανόνιστο βήμα |
- λένε τη γλώσσα του λαού ακανόνιστη (Psichari)
- ⓐ uneven, erratic (syn άρρυθμος, ant ρυθμικός):
- ~ σφυγμός erratic pulse |
- ακανόνιστη αναπνοή irregular breathing |
- η αναπνοή (ήταν) ακανόνιστη, καθώς και ο σφυγμός (Roufos) |
- είδα το στήθος της ν' ανεβοκατεβαίνει ακανόνιστο (Sfakianakis)
- ⓑ erratic, wild:
- ακανόνιστη βολή wild shot
- ② disproportionate, asymmetrical (syn ακατάστατος, ανώμαλος, ασύμμετρος, δυσανάλογος):
- ακανόνιστη πόρτα, ακανόνιστο χτίριο, έπιπλο, σκαμνί |
- ακανόνιστο σώμα, ακανόνιστα πόδια |
- η ύλη του βιβλίου είναι ακανόνιστη |
- μικρή ακανόνιστη πολυγωνική λίμνη |
- (θολωτός τάφος) κτισμένος με ακανόνιστους λίθους (Penteas)
- ③ not arranged, unsettled (syn αδιευθέτητος, ατακτοποίητος):
- η διαφορά μας έμεινε ακανόνιστη |
- το ζήτημα παραμένει ακανόνιστο |
- έχουν ακόμη λογαριασμό ακανόνιστο (syn ατακτοποίητος, ανεξόφλητος)
- ④ eccl uncanonical
- ⓒ on whom no penance (κανόνας) has been imposed by the priest
[fr MG ακανόνιστος, cpd w. *κανονιστός: κανονίζω; cf also ευ-κανόνιστος]
- ① irregular, inordinate, abnormal (syn ανώμαλος, ant κανονικός):