Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακανόνιστα [akanónista] adv
- irregularly, erratically, abnormally, fitfully (syn άστατα, ant κανονικά):
- δωμάτιο ~ τετράγωνο |
- ανασαίνει βαριά και ~ |
- η καρδιά της σφυροκοπούσε ~ (MDrosou) |
- (η μήτρα) λειτουργεί είτε κανονικά είτε και ~ (Louros) |
- οι αλλοιώσεις αυτές παρουσιάζονται ... ιδίως όταν η θεραπευτική αγωγή γίνεται ~ (id.)
[der of ακανόνιστος]
- irregularly, erratically, abnormally, fitfully (syn άστατα, ant κανονικά):