Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακανόνιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακανόνιστα [akanónista] adv
  • irregularly, erratically, abnormally, fitfully (syn άστατα, ant κανονικά):
    • δωμάτιο ~ τετράγωνο |
    • ανασαίνει βαριά και ~ |
    • η καρδιά της σφυροκοπούσε ~ (MDrosou) |
    • (η μήτρα) λειτουργεί είτε κανονικά είτε και ~ (Louros) |
    • οι αλλοιώσεις αυτές παρουσιάζονται ... ιδίως όταν η θεραπευτική αγωγή γίνεται ~ (id.)

[der of ακανόνιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες