Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακανθώδης -ης -ες [akanθóδis] Ε11 : 1.(λόγ.) αγκαθωτός. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει αιχμές, δύσκολα σημεία στα οποία πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, για να μη δημιουργηθούν αντιδράσεις: Aποφύγαμε να θίξουμε το ακανθώδες ζήτημα των οικονομικών μας απαιτήσεων. || ~ πορεία / δρόμος, διαδικασία που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, πολλά εμπόδια.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀκανθώδης· 2: σημδ. γαλλ. épineux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακανθώδης, -ης, -ες [akanθó∂is] used only fig
- thorny, prickly, difficult, complicated, knotty (syn δύσκολος, περίπλοκος):
- ακανθώδες ζήτημα a thorny issue, prickly question |
- ακανθώδες πρόβλημα |
- ακανθώδες θέμα |
- διατυπώνουμε προβλέψεις για θέματα ακανθώδη |
- παραμέρισαν προσωρινά τ' ακανθώδη προβλήματα στρατιωτικής συνεργασίας
[fr K, AG ἀκανθώδης; fig sense also K]
- thorny, prickly, difficult, complicated, knotty (syn δύσκολος, περίπλοκος):