Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαμψία η [akampsía] Ο25 : η ιδιότητα του άκαμπτου. 1. αδυναμία να κάμψει, να λυγίσει κάποιος κτ. || Tα αρχαϊκά αγάλματα τα χαρακτηρίζει η ~, έλλειψη κίνησης ή έκφρασης. α. (ιατρ.) αδυναμία στην κάμψη των αρθρώσεων ή των μυών. ANT ευκαμψία1: ~ ή δυσκαμψία του αυχένα / των γονάτων. Mυϊκή ~. Nεκρική ~, που παρουσιάζει ο νεκρός. β. για υλικό ή για κατασκευή που δεν μπορεί να υποστεί αλλαγή σχήματος ή άλλη παραμόρφωση: Tοιχίο ακαμψίας. 2. (μτφ.) α. επιμονή σε αποφάσεις, απόψεις ή αντοχή σε δυσκολίες, πιέσεις: H κυβέρνηση έδειξε ~ στα αιτήματα των απεργών, αδιαλλαξία. Tα κόμματα πρέπει να εγκαταλείψουν τη δογματική ~. Ψυχική ~, σκληρότητα. H ~ του χαρακτήρα / της θέλησης. β. έλλειψη προσαρμοστικότητας σε νέες συνθήκες, σε νέα δεδομένα. ANT ευκαμψία2: H ~ που παρουσίαζε ο οικονομικός σχεδιασμός, οδήγησε στην πλήρη αποτυχία του. Οι φωνητικοί κανόνες της δημοτικής δεν έχουν απόλυτη ~.
[λόγ.: 1β: αρχ. ἀκαμψία· 1α, 2: σημδ. γαλλ. rigidité, inflexibilité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαμψία [akampsía] η,
- ① inflexibility, rigidity, stiffness (syn αλυγισία, ant ευκαμψία, ευλυγισία):
- ~ κλάδου δέντρου |
- η γεωμετρική ~ των μορφών της τέχνης |
- αρχαϊκή ~ (στην κλασική τέχνη) |
- (η αρχαία αιγυπτιακή γλυπτική) διατήρησε ... την ίδια ~ στις πλαστικές μορφές της (Papanoutsos) |
- ο ερχόμενος θάνατος τούς έδινε την ~ της αρπάγης! (Karagatsis)
- ⓐ physiol & med immobility (of limbs, muscles):
- μυϊκή ~ |
- ~ αρθρώσεως stiffness of a joint |
- νεκρική ~ rigor mortis
- ② unyieldingness, inflexibility, firmness (syn αλυγισία) fig το ανυποχώρητο, το ανένδοτο:
- ~ θελήσεως indomitableness of will |
- ~ χαρακτήρα inelasticity or harshness of character |
- η ~ των αρχών του the rigor of his principles |
- η δυναμική ~ |
- ιδεολογική ~ |
- ακαδημαϊκή ~ |
- η ~ της καθαρεύουσας |
- οι φωνητικοί κανόνες της δημοτικής δεν έχουν απόλυτη ~ (Christidis) |
- γραμματικές και φθογγολογικές ακαμψίες inflexible grammatical and phonological points
- ⓑ relentlessness, obduracy, stubbornness, rigor (syn αδιαλλαξία):
- η επίμονη ~ του κανόνα |
- ~ θεωρίας (or θέσης) rigor of a theory (or thesis) |
- δογματική ~ |
- (ο Ψυχάρης) ίσως και να έβλαψε τη γλωσσική μας υπόθεση με την ~ και την αδιαλλαξία που τον χαρακτήριζε (Tsatsos)
[fr AG ἀκαμψία (Aristotle)]
- ① inflexibility, rigidity, stiffness (syn αλυγισία, ant ευκαμψία, ευλυγισία):