Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαματεύω.
-
- Mένω αργός:
- πιάσε τ’ αλέτρι π’ ακαμάτεψε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [926]).
[<ουσ. ακαμάτης + κατάλ. ‑εύω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mένω αργός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαματεύω [akamatévo] region.
- be or become lazy (syn είμαι or γίνομαι ακαμάτης, τεμπελιάζω):
- folks. άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε
[fr MG ακαματεύω, der of ακαμάτης]
- be or become lazy (syn είμαι or γίνομαι ακαμάτης, τεμπελιάζω):