Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαμάτρα [akamátra] η,
- slothful female, lazy woman (ant δουλεύτρα):
- gnom με το νου πλουταίν' η κόρη, με τον ύπνο η ~ the young woman indulges in reverie and vain hopes, while the lazy one enjoys sleep |
- η ~ κ' η λωλή |
- έχουν τη μοίρα την καλή the lazy and brainless young woman often has a successful marriage |
- prov κοιμήσου, ~ μου, κ' η μοίρα σου δουλεύει |
- poem εφέτο, ~, |
- εσπούδαξες λίγο (Markoras)
[substantiv. f of ακαμάτης anal. after antonym δουλεύτρα]
- slothful female, lazy woman (ant δουλεύτρα):