Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαλλιέργητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαλλιέργητος -η -ο [akaliérjitos] Ε5 : ANT καλλιεργημένος. 1. που δεν τον έχουν καλλιεργήσειI1· χέρσος: Aκαλλιέργητο χωράφι. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και η γη μένει ακαλλιέργητη. 2. (μτφ.) α. για άτομο που δεν έχει δεχτεί την επίδραση της παιδείας και του πολιτισμού, που του λείπει η πνευματική καλλιέργεια, η αίσθηση του ωραίου και η ψυχική ευγένεια· απαίδευτος: ~ άνθρωπος. Kοινό λογοτεχνικά / μουσικά ακαλλιέργητο. β. για κτ. που δεν το έχουν αναπτύξει με την άσκηση και με τη συνεχή ενασχόληση: Έχει πολύ καλή φωνή, την άφησε όμως ακαλλιέργητη. Tο μυαλό του έμεινε ακαλλιέργητο. H γλώσσα των πρωτόγονων λαών είναι ακαλλιέργητη. Tο ύφος του (τάδε) συγγραφέα είναι ακαλλιέργητο.

[λόγ. α- 1 καλλιεργη- (καλλιεργώ) -τος μτφρδ. γαλλ. non cultivé, inculte]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαλλιέργητος1 [akaliéryitos] ο,
  • uncultivated, unrefined person (syn o αμαθής, ο αστοιχείωτος, ο αμόρφωτος, ο απαίδευτος):
    • ο άγριος όπως και ο ~ ... δεν αισθάνεται καθαρή την αισθητική χαρά (Papanoutsos) |
    • οι αμαθείς και ακαλλιέργητοι ρέπουν προς τις μονοκόμματες και εύκολες λύσεις (id.).
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαλλιέργητος2, -η, -ο [akaliéryitos]
  • ① untilled, uncultivated, fallow (syn αδούλευτος 1, χέρσος, ant καλλιεργημένος, δουλεμένος):
    • ακαλλιέργητο έδαφος wasteland |
    • ακαλλιέργητο μέρος |
    • ακαλλιέργητο χωράφι uncultivated field, a fallow |
    • ακαλλιέργητο αμπέλι |
    • έχουμε τα χτήματα ακαλλιέργητα |
    • άφησε τον κήπο ακαλλιέργητο |
    • φυτρώνουν τα πάντα άσπαρτα και ακαλλιέργητα (Delmouzos) |
    • τα ακαλλιέργητα χώματα δεν είναι καρπερά (Thrylos)
  • ② fig unschooled, untrained, uneducated, uncultured (syn αμαθής, αμόρφωτος, ανεκπαίδευτος, απαίδευτος):
    • ακαλλιέργητο μυαλό or ~ νους a mind that lies fallow; uninformed person |
    • ακαλλιέργητη ιδιοφυΐα, ακαλλιέργητο ταλέντο uncultivated talent |
    • ακαλλιέργητη νεότητα |
    • κοινό ακαλλιέργητο λογοτεχνικά (Dimaras) |
    • έχει δυνάμεις μέσα της η Nόρα, αλλά έμειναν ακαλλιέργητες (Thrylos) |
    • στα πρωτόγονα και ακαλλιέργητα έθνη γεννιούνται πιο πολύ μεγάλοι άνθρωποι φυσικά (Palam)
  • ③ not worked-out intellectually or artistically, not brought to a high level of perfection, uncultivated, unrefined (syn in αδούλευτος 2):
    • λεξιλόγιο φτωχό και ακαλλιέργητο |
    • ακαλλιέργητες παραδόσεις του λαού |
    • ακαλλιέργητη γλώσσα (syn αδούλευτη γλώσσα [αδούλευτος 2], ακατέργαστη γλώσσα [ακατέργαστος 3] (αγώνες για τα δίκαια της ακαλλιέργητης και κατατρεγμένης ζωντανής γλώσσας (Geros) |
    • η τεχνητή νεκρή γλώσσα ... καταδικάζει τη μητρική γλώσσα να μένη ακαλλιέργητη (Panagiotop)

[fr MG ακαλλιέργητος ← *καλλιεργητός: καλλιεργώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες