Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακακία η [akakía] Ο25 : είδος δέντρων ή θάμνων που έχουν αγκαθωτά κλαδιά, πλούσιο φύλλωμα και μικρά, σφαιρικά άνθη, κίτρινα ή λευκά, εύοσμα ή άοσμα, ανάλογα με την ποικιλία του φυτού.
[λόγ. < ελνστ. ἀκακία (ίσως ανατολ. προέλ.) (διαφ. το ελνστ. ἀκακία `έλλειψη κακίας΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακακία (I) η· ακακιά.
-
- Αθωότητα, αφέλεια:
- Άλλος κανείς δεν μ’ έμπασε πάρεξ η ακακιά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [703]).
[αρχ. ουσ. ακακία. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αθωότητα, αφέλεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- ακακία (II) η.
-
- 1) Tα άνθη του φυτού ακακία:
- ακακίαν … τρίψας (Iερακοσ. 49419).
- 2) Tο κόμμι του φυτού ακακία:
- ακακίας στακτής (αυτ. 4972‑3).
[αρχ. ουσ. ακακία (L‑S και Suppl., στη λ. (Α)· άγν. ετυμ.). H λ. και σήμ.]
- 1) Tα άνθη του φυτού ακακία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακακία1 [akacía] η,
- guilelessness, innocence, goodness (syn αθωότητα, ανυστεροβουλία, αφέλεια, καλοσύνη):
- το 'καμε αυτό από την ~ της, όχι με κακό σκοπό
[fr MG ακακία ← K, AG ἀκακία]
- guilelessness, innocence, goodness (syn αθωότητα, ανυστεροβουλία, αφέλεια, καλοσύνη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακακία2 [akacía] η, bot
- acacia, any of several trees of the genus Acacia and related genera, esp the locust-tree Robinia pseudacacia:
- ~ η αραβική bubul, gum Arabic tree, Acacia arabica |
- ~ της Kωνσταντινουπόλεως silk tree, Albizzia julibrissin (syn μιμόζα) |
- το δέντρο της αυλής, μια πελώρια ~, στεκόταν μπροστά στον ήλιο αποσβολωμένη (Xenop) |
- καθίζει κάτω από τη μεγάλη ~ ... τώρα θα είναι άσπρη από τα λουλούδια (Myriv) |
- μεγάλες άγριες αγκαθερές ακακίες (Panagiotop) |
- poem ... κ' η θύμηση της νιότης |
- σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ~ (Karyotakis)
[fr MG ακακία ← K ἀκακία]
- acacia, any of several trees of the genus Acacia and related genera, esp the locust-tree Robinia pseudacacia: