Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαινοτόμητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ακαινοτόμητος, επίθ.
  • Που η αρχική του κατάσταση δεν έχει αλλάξει, άθικτος:
    • ανεξάντλητος υπάρχει του χρυσίου φλέβα κι ακαινοτόμητος (Aξαγ., Kάρολ. E´ 150).

[<στερ. α‑ + καινοτομώ. H λ. τον 6. αι. και σε Γλωσσάρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες