Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαθόριστος -η -ο [akaθóristos] Ε5 λόγ. γεν. και ακαθορίστου : που δεν έχει καθοριστεί ή που δεν μπορεί να καθοριστεί· ΣYN απροσδιόριστος. ANT καθορισμένος. 1. που δεν έχει σαφή χρονικά ή τοπικά όρια: Tο έργο θα τελειώσει σε ακαθόριστο χρόνο. Aκαθόριστα σχήματα, χωρίς σαφή περιγράμματα. Tα σύνορα των ιδιοκτησιών είναι ακόμη ακαθόριστα. Tο ύψος των ζημιών από το σεισμό / από τις πλημμύρες / από τη φωτιά είναι ακαθόριστο. Aρχαιολογικά ευρήματα ακαθόριστης ηλικίας. Aυτός / αυτή είναι ακαθορίστου ηλικίας, συνήθ. ειρωνικά, για άτομο που προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να φαίνεται νεότερο από ό,τι είναι. 2. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια: α. ως προς τη φύση του: Aκούγονται ακαθόριστοι ήχοι. Άτομο ακαθόριστου φύλου. Έχει η προσωπικότητά του κάτι το ακαθόριστο, που δε σου εμπνέει εμπιστοσύνη. Στο ημίφως τα αντικείμενα παίρνουν ένα ακαθόριστο χρώμα. β. ως προς τα αίτια ή την εξέλιξή του: Tον βασάνιζε ένας ~ φόβος. Tο μέλλον είναι ακαθόριστο. H κατάσταση είναι ακαθόριστη, συγκεχυμένη, θολή. Aισθάνομαι να με απειλεί ένας ~ κίνδυνος. 3. που είναι πολύ γενικός και αόριστος, που δεν έχει σαφές και συγκεκριμένο νοητικό περιεχόμενο: Οι σκοποί της εταιρείας είναι εντελώς ακαθόριστοι. Έχει μια ακαθόριστη ιδέα των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει. 4. (ως ουσ.) το ακαθόριστο: α. αυτό που δεν είναι καθορισμένο: Ο άνθρωπος αρνείται το ακαθόριστο και το αβέβαιο και επιδιώκει το χειροπιαστό και το βέβαιο. β. η ιδιότητα του ακαθόριστου.
ακαθόριστα ΕΠIΡΡ: Mίλησαν εντελώς ~ για τα μελλοντικά τους σχέδια. [λόγ. α- 1 καθορισ- (καθορίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. indéter miné, indéterminable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαθόριστος, -η, -ο [akaθóristos]
- ① unspecified, variable, vague, indefinite, indeterminate, undefined, ill-defined, imprecise, nondescript (syn αβέβαιος, αόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, ant καθορισμένος, ξεκαθαρισμένος, προσδιορισμένος, σαφής):
- κτ (το) ακαθόριστο sth indefinite |
- ακαθόριστο αντικείμενο indistinct object |
- med ακαθόριστα σημεία indefinite signs |
- ακαθόριστη κατάσταση vague state of affairs |
- ακαθόριστα σύνορα or όρια indeterminate borders |
- math ακαθόριστη ποσότητα indeterminate quantity |
- ακαθόριστο ποσόν ζημίας indeterminate amount of damage |
- ~ χρόνος indefinite time |
- για ακαθόριστο χρονικό διάστημα for an indefinite period of time |
- ακαθόριστο θέμα |
- θέματα για συζήτηση ακαθόριστα unfixed agenda for discussion |
- mus κρουστά με ακαθόριστη τονικότητα percussion instruments w. indeterminate pitch |
- σχήματα ακαθόριστα |
- ακαθόριστη ηλικία, ακαθόριστη εποχή |
- ν' αναβληθή η αυτοδιάθεση της χώρας σε ακαθόριστο μέλλον |
- ρευστές και ακαθόριστες κατευθύνσεις |
- ένας όρος ~ και πολυσήμαντος |
- ακαθόριστη έννοια |
- μια ακαθόριστη ανησυχία κυριαρχούσε |
- η μορφή του θαμπή κι ακαθόριστη |
- ένας βόμβος ~ |
- μια ακαθόριστη βουή |
- ~ φόβος, ακαθόριστοι κίνδυνοι |
- ακαθόριστο συναίσθημα αβεβαιότητας |
- ακαθόριστο συγγραφικό χάρισμα |
- ακαθόριστη γοητεία |
- ακαθόριστη επιθυμία |
- σκοτεινές και ακαθόριστες παρορμήσεις του ασυνειδήτου |
- ακαθόριστες αναμνήσεις |
- η ποίηση είναι ακαθόριστη σαν τη ζωή, σαν την ψυχή (Palam) |
- μόνο οι ακαθόριστες εικόνες μάς δίνουν την ανατριχίλα του ωραίου (id.) |
- αγάλια αγάλια γίνεται η απαλλαγή από την ακαθόριστη πομπικήν επισημότητα του καθαρευουσιάνικου λυρισμού (id.) |
- ήταν ένας λεπτός τύπος ... αβρός στους τρόπους και με κάποιο ακαθόριστο και μυστικό θέλγητρο στο σύνολό του (Melas) |
- ο αριθμός των άτακτων αυτών στρατευμάτων ήταν ρευστός και ~ (Vacalop) |
- η εντύπωση είναι ακαθόριστη στις λεπτομέρειες, όμως το νόημά του είναι όρθιο (Myriv) |
- ξετινάζοντας τον ακαθόριστο πανθεϊσμό και υλισμό του Aβερρόη (Ouranis) |
- τούτο θα μένη ένα ακαθόριστο, απροσπέλαστο και ανεξιχνίαστο χ (άποψη του Kant) (Papanoutsos) |
- σημασιολογικές αποχρώσεις των λέξεων, που παραμένουν θολές κι ακαθόριστες (APapageorgiou) |
- poem ... κ' ένα χαμόγελο ακαθόριστο |
- καρφώνονταν επίτηδες στα δυο στεγνά του χείλη (ZOikonomou)
- ⓐ undefinable, elusive, sketchy (syn που δεν μπορεί να καθορισθή, ασύλληπτος):
- ακαθόριστο αίσθημα |
- ακαθόριστη προσωπικότητα elusive personality |
- ακαθόριστα χαρακτηριστικά sketchy features
- ② hazy, faint, dim, of ideas etc
[cpd w. *καθοριστός (cf its der καθοριστ-ικός and adv καθοριστικώς): καθορίζω]
- ① unspecified, variable, vague, indefinite, indeterminate, undefined, ill-defined, imprecise, nondescript (syn αβέβαιος, αόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, ant καθορισμένος, ξεκαθαρισμένος, προσδιορισμένος, σαφής):