Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαθόριστο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαθόριστο [akaθóristo] το,
  • indefiniteness, vagueness, indeterminism, indetermination (syn το απροσδιόριστο, ιντετερμινισμός, ant το ορισμένο):
    • το παρατημένο απροσδιόριστο, το ~ (Palam) |
    • ο πατέρας του, ρομαντικός, ... αγαπούσε τα σύγνεφα και τ' ακαθόριστα (id.) |
    • αλλά και μέσα σ' αυτό το αρμονικό τραγούδι δε λείπει το ~, το διφορούμενο (Melas) |
    • είναι βέβαιος ... ότι έπιασε τα φευγαλέα κι ακαθόριστα, όλα εκείνα που κι ο υπερρεαλισμός δεν μπόρεσε να φέρη στην επιφάνεια (Thrylos) |
    • η μετακίνηση ... από το χειροπιαστό και το αβέβαιο στο άμορφο και το ~ είχε πραγματοποιηθή (Chatzinis) |
    • όπως έλεγε ο Πλάτων ..., το ορισμένο και τελειωμένο (είναι) κριτής του ακαθόριστου (Papanoutsos) |
    • (ο Guyau παραδέχεται) δύο "θετικά και επιστημονικά" ακαθόριστα "ισοδύναμα" του χρέους (id.) |
    • (ντετερμινισμός και ιντετερμινισμός) πρόχειρη μετάφραση των όρων αυτών είναι το καθορισμός κι ~ (Theodoridis)

[substantiv. n of adj ακαθόριστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαθόριστος -η -ο [akaθóristos] Ε5 λόγ. γεν. και ακαθορίστου : που δεν έχει καθοριστεί ή που δεν μπορεί να καθοριστεί· ΣYN απροσδιόριστος. ANT καθορισμένος. 1. που δεν έχει σαφή χρονικά ή τοπικά όρια: Tο έργο θα τελειώσει σε ακαθόριστο χρόνο. Aκαθόριστα σχήματα, χωρίς σαφή περιγράμματα. Tα σύνορα των ιδιοκτησιών είναι ακόμη ακαθόριστα. Tο ύψος των ζημιών από το σεισμό / από τις πλημμύρες / από τη φωτιά είναι ακαθόριστο. Aρχαιολογικά ευρήματα ακαθόριστης ηλικίας. Aυτός / αυτή είναι ακαθορίστου ηλικίας, συνήθ. ειρωνικά, για άτομο που προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να φαίνεται νεότερο από ό,τι είναι. 2. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια: α. ως προς τη φύση του: Aκούγονται ακαθόριστοι ήχοι. Άτομο ακαθόριστου φύλου. Έχει η προσωπικότητά του κάτι το ακαθόριστο, που δε σου εμπνέει εμπιστοσύνη. Στο ημίφως τα αντικείμενα παίρνουν ένα ακαθόριστο χρώμα. β. ως προς τα αίτια ή την εξέλιξή του: Tον βασάνιζε ένας ~ φόβος. Tο μέλλον είναι ακαθόριστο. H κατάσταση είναι ακαθόριστη, συγκεχυμένη, θολή. Aισθάνομαι να με απειλεί ένας ~ κίνδυνος. 3. που είναι πολύ γενικός και αόριστος, που δεν έχει σαφές και συγκεκριμένο νοητικό περιεχόμενο: Οι σκοποί της εταιρείας είναι εντελώς ακαθόριστοι. Έχει μια ακαθόριστη ιδέα των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει. 4. (ως ουσ.) το ακαθόριστο: α. αυτό που δεν είναι καθορισμένο: Ο άνθρωπος αρνείται το ακαθόριστο και το αβέβαιο και επιδιώκει το χειροπιαστό και το βέβαιο. β. η ιδιότητα του ακαθόριστου. ακαθόριστα ΕΠIΡΡ: Mίλησαν εντελώς ~ για τα μελλοντικά τους σχέδια.

[λόγ. α- 1 καθορισ- (καθορίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. indéter miné, indéterminable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαθόριστος, -η, -ο [akaθóristos]
  • ① unspecified, variable, vague, indefinite, indeterminate, undefined, ill-defined, imprecise, nondescript (syn αβέβαιος, αόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, ant καθορισμένος, ξεκαθαρισμένος, προσδιορισμένος, σαφής):
    • κτ (το) ακαθόριστο sth indefinite |
    • ακαθόριστο αντικείμενο indistinct object |
    • med ακαθόριστα σημεία indefinite signs |
    • ακαθόριστη κατάσταση vague state of affairs |
    • ακαθόριστα σύνορα or όρια indeterminate borders |
    • math ακαθόριστη ποσότητα indeterminate quantity |
    • ακαθόριστο ποσόν ζημίας indeterminate amount of damage |
    • ~ χρόνος indefinite time |
    • για ακαθόριστο χρονικό διάστημα for an indefinite period of time |
    • ακαθόριστο θέμα |
    • θέματα για συζήτηση ακαθόριστα unfixed agenda for discussion |
    • mus κρουστά με ακαθόριστη τονικότητα percussion instruments w. indeterminate pitch |
    • σχήματα ακαθόριστα |
    • ακαθόριστη ηλικία, ακαθόριστη εποχή |
    • ν' αναβληθή η αυτοδιάθεση της χώρας σε ακαθόριστο μέλλον |
    • ρευστές και ακαθόριστες κατευθύνσεις |
    • ένας όρος ~ και πολυσήμαντος |
    • ακαθόριστη έννοια |
    • μια ακαθόριστη ανησυχία κυριαρχούσε |
    • η μορφή του θαμπή κι ακαθόριστη |
    • ένας βόμβος ~ |
    • μια ακαθόριστη βουή |
    • ~ φόβος, ακαθόριστοι κίνδυνοι |
    • ακαθόριστο συναίσθημα αβεβαιότητας |
    • ακαθόριστο συγγραφικό χάρισμα |
    • ακαθόριστη γοητεία |
    • ακαθόριστη επιθυμία |
    • σκοτεινές και ακαθόριστες παρορμήσεις του ασυνειδήτου |
    • ακαθόριστες αναμνήσεις |
    • η ποίηση είναι ακαθόριστη σαν τη ζωή, σαν την ψυχή (Palam) |
    • μόνο οι ακαθόριστες εικόνες μάς δίνουν την ανατριχίλα του ωραίου (id.) |
    • αγάλια αγάλια γίνεται η απαλλαγή από την ακαθόριστη πομπικήν επισημότητα του καθαρευουσιάνικου λυρισμού (id.) |
    • ήταν ένας λεπτός τύπος ... αβρός στους τρόπους και με κάποιο ακαθόριστο και μυστικό θέλγητρο στο σύνολό του (Melas) |
    • ο αριθμός των άτακτων αυτών στρατευμάτων ήταν ρευστός και ~ (Vacalop) |
    • η εντύπωση είναι ακαθόριστη στις λεπτομέρειες, όμως το νόημά του είναι όρθιο (Myriv) |
    • ξετινάζοντας τον ακαθόριστο πανθεϊσμό και υλισμό του Aβερρόη (Ouranis) |
    • τούτο θα μένη ένα ακαθόριστο, απροσπέλαστο και ανεξιχνίαστο χ (άποψη του Kant) (Papanoutsos) |
    • σημασιολογικές αποχρώσεις των λέξεων, που παραμένουν θολές κι ακαθόριστες (APapageorgiou) |
    • poem ... κ' ένα χαμόγελο ακαθόριστο |
    • καρφώνονταν επίτηδες στα δυο στεγνά του χείλη (ZOikonomou)
  • ⓐ undefinable, elusive, sketchy (syn που δεν μπορεί να καθορισθή, ασύλληπτος):
    • ακαθόριστο αίσθημα |
    • ακαθόριστη προσωπικότητα elusive personality |
    • ακαθόριστα χαρακτηριστικά sketchy features
  • ② hazy, faint, dim, of ideas etc

[cpd w. *καθοριστός (cf its der καθοριστ-ικός and adv καθοριστικώς): καθορίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες