Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαθόριστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαθόριστα [akaθórista] adv
  • vaguely, indeterminately, undefinedly (syn αόριστα, απροσδιόριστα, με τρόπον ακαθόριστο):
    • μίλησε ~ |
    • απάντησε ~ he answered vaguely |
    • άφινε το βλέμμα του ~ να πλανιέται (Lappas) |
    • οι διαφορές κατά περιοχή εκφράζονται ~ (Poulianos) |
    • έτσι ~ πρόβαλε η απαίτηση και μόνο με την κριτική ... πήρε οριστικότερη μορφή (Theodoridis) |
    • μέσα στη θολούρα της μνήμης κάτι σχήματα φωσφόριζαν ~ (Myriv)

[der of ακαθοριστία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες