Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαθοριστία η [akaθoristía] Ο25 : η ιδιότητα του ακαθορίστου· το ακαθόριστο.
[λόγ. ακαθόριστ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. indétermination]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαθοριστία [akaθoristía] η, philos
- indetermination, indeterminism:
- η ~ θα ήταν εκείνη που θα επέτρεπε στις ανώτερες μορφές να ενοφθαλμίζωνται απάνω στις κατώτερες (Papanoutsos)
[der of ακαθόριστο w. suff -ία; cf αοριστία, αδιοριστία, φιλοριστία, εξοριστία]
- indetermination, indeterminism: