Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαθαρσία η [akaθarsía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του ακάθαρτου, η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας· βρόμα, βρομιά: Tι ~ υπάρχει εδώ μέσα! 2. (συνήθ. πληθ.) περιττώματα ανθρώπου ή ζώου: Tο αποχωρητήριο είναι γεμάτο ακαθαρσίες.
[λόγ. < αρχ. ἀκαθαρσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαθαρσία η.
-
- Tο άχρηστο, το περιττό:
- (Aχέλ. 657).
[αρχ. ουσ. ακαθαρσία. H λ. και σήμ.]
- Tο άχρηστο, το περιττό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαθαρσία [akaθarsía] η,
- ① uncleanliness, dirtiness, filthiness (syn έλλειψη καθαριότητας, ρυπαρότητα, ant καθαριότητα):
- η ~ είναι πηγή ασθενειών
- ② synecd impurity, dirt, filth (syn ακάθαρτο πράγμα, βρωμιά, λέρα):
- ακαθαρσίες impurities |
- υγρό γεμάτο ακαθαρσίες liquid full of impurities |
- χημικές ακαθαρσίες chemical impurities
- ⓐ offal, refuse, rubbish, litter (syn απορρίμματα L, σκουπίδια):
- η φακή είναι γεμάτη ακαθαρσίες |
- σκούπισε τις ακαθαρσίες |
- εγέμισαν το δρόμο ακαθαρσίες
- ③ excrement, dung (syn κόπρανα or περιττώματα L, σκατά):
- μας γέμισε ακαθαρσίες το σκυλί
- ④ depravity, utmost dishonesty, corruption (syn αχρειότητα, διαφθορά, κακοήθεια, φαυλότητα):
- όποτε βρη την αλήθεια ο Bασιλέας, έχει δικαιοσύνη - πού αφίνει η ~ της ανθρωπότης; (Makryg)
[fr MG ακαθαρσία ← K, AG]
- ① uncleanliness, dirtiness, filthiness (syn έλλειψη καθαριότητας, ρυπαρότητα, ant καθαριότητα):