Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαθάριστος -η -ο [akaθáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν καθαρίσει, που δεν είναι καθαρισμένος. I1. για κτ. που δεν το έχουν πλύνει, τινάξει ή σκουπίσει για να απομακρύνουν τη βρομιά, τα σπουπίδια κτλ.: Tο δωμάτιο / το σπίτι είναι ακόμη ακαθάριστο. 2. για κτ. από το οποίο δεν έχουν αφαιρέσει τις ξένες ή άχρηστες ουσίες: Tα ραδίκια / τα αυγά είναι ακαθάριστα. Tρώει τα μήλα ακαθάριστα, με τις φλούδες. II. για χρηματικό ποσό από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί οι κρατήσεις, τα έξοδα κτλ.· μεικτός. ANT καθαρόςII2: Aκαθάριστες αποδοχές. Aκαθάριστο εισόδημα / προϊόν. Aκαθάριστα κέρδη.
[μσν. ακαθάριστος < α- 1 καθαρισ- (καθαρίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαθάριστος, -η, -ο [akaθáristos] (& region. ακαθάριγος)
- ① uncleaned, uncleansed (ant βρώμικος):
- ακαθάριστο σπίτι uncleaned house |
- ~ φούρνος, στάβλος |
- ακαθάριστα ρούχα uncleaned clothes |
- ακαθάριστο σιτάρι, ακαθάριστα χόρτα |
- ακαθάριστες ελιές
- ⓐ unswept (syn ασάρωτος, ασκούπιστος):
- ακαθάριστο πάτωμα |
- ακαθάριστη αυλή
- ⓑ not wiped (up) (syn ασφούγγιστος)
- ⓒ unwashed (syn άπλυτος):
- ακαθάριστο πρόσωπο, χέρι |
- ακαθάριστα πιάτα και ποτήρια
- ⓓ unpeeled (syn αξεφλούδιστος):
- ακαθάριστες πατάτες, ακαθάριστα φασόλια |
- ακαθάριστο φρούτο, ακαθάριστα μήλα
- ⓔ unweeded (of garden, field etc), unpruned or untrimmed (of trees), undressed (of vines):
- ~ κήπος, ακαθάριστο αμπέλι, ακαθάριστες ελιές
- ⓕ ακαθάριστο μετάξι gum silk
- ② unpurified, crude, raw:
- ακαθάριστο νερό, ακαθάριστο λάδι
- ⓖ unrefined:
- ακαθάριστη ζάχαρη
- ③ unpurged (by a cathartic)
- ④ commerce gross, crude (syn μπρούτος):
- ακαθάριστες εισπράξεις gross proceeds (receipts, returns) |
- ακαθάριστη επένδυση gross investment |
- ακαθάριστα εισοδήματα (κέρδη) gross income (profits) |
- ακαθάριστο εθνικό εισόδημα gross national income |
- ακαθάριστο ποσοστό θανάτων crude death rates |
- ακαθάριστο βάρος weight (of goods) along w. tare, gross weight
- ⓗ not cleared, unsettled:
- ~ λογαριασμός unsettled account (syn που δεν έχει εκκαθαρισθή, αξεκαθάριστος 2)
[cpd w. *καθαριστός (which existed as shown by PatrG καθαριστικός 'purifying'): K καθαρίζω]
- ① uncleaned, uncleansed (ant βρώμικος):