Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακαζού το [akazú] & ακαγιού το [akajú] Ο (άκλ.) : 1.το κοκκινωπό ξύλο του ομώνυμου τροπικού δέντρου· μαόνι: Έπιπλα από ~. 2. (ως επίθ.) για το κοκκινωπό χρώμα που έχει το ξύλο του ακαζού: Έβαψε τα μαλλιά της ~.
[λόγ. < γαλλ. acajou (< πορτογαλ. από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)· λόγ. ορθογρ. δαν.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαζού [akazú] το, (& ακαζιού & ακαγιού)
- mahogany (syn μαόνι):
- ένα χαμηλό τραπεζάκι από ακαγιού (Myriv) |
- όλο το φόδρο στο σαλόνι (πλοίου) είναι από ~ |
- ούτε κι από ξύλο ~ να ήτανε δε θα 'ταν έτσι καλοφτιαγμένος
[fr Fr acajou 'mahogany tree & wood']
- mahogany (syn μαόνι):