Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαδημαϊσμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαδημαϊσμός ο [akaδimaizmós] Ο17 : δογματική προσήλωση στα εξωτερικά γνωρίσματα της ζωγραφικής της Aναγέννησης. || (επέκτ.) δουλική και ψυχρή μίμηση κλασικών προτύπων: Ψυχρός / άψυχος ~. Kαλλιτέχνης που έμεινε μακριά από την τυραννία του ακαδημαϊσμού και του απόλυτου μοντερνισμού. Ένα έργο ολοζώντανο μέσα στον ακαδημαϊσμό του.

[λόγ. ακαδημα(ϊκός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. académisme < académ(ie) = Aκαδημ(ία) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαδημαϊσμός [aka∂imaizmós] ο,
  • slavish concentration on and devotion to rigid classical or Renaissance art rules and models, traditionalism, conventionalism, (therefore) lack of originality, academism (syn ακαδημία 4, ant μοντερνισμός, νεωτερισμός):
    • αποκάρωμα του ακαδημαϊσμού |
    • δογματισμός and ~ |
    • σύγκρουση μεταξύ ακαδημαϊσμού και νεωτερισμού |
    • ψυχρός ~ |
    • γλύπτης του ακαδημαϊσμού |
    • η τυραννική κυριαρχία του κλασικού ιδεώδους που κάνει τους κανόνες σπουδαιότερους από τη ζωντανή προσωπικότητα, ο ~ (Papantoniou) |
    • οι δυο μεγάλοι εχθροί, ~ και ρομαντισμός ... είχαν οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα |
    • να κάμουν να σκεπαστή το καθαρό πρόσωπο της φύσεως (id.) |
    • έδωσε ένα έργο ολοζώντανο μέσα στον ακαδημαϊσμό του (id.) |
    • ο ~ (έδειξε) στους χρόνους μας την καλλιτεχνική του εξάντληση (Papanoutsos) |
    • ο ~ ... είχε αποστραγγίσει, είχε κάνει πλαδαρά και άτονα τα εκφραστικά μας μέσα (id.) |
    • μακριά από την τυραννία και του ακαδημαϊσμού και του απόλυτου μοντερνισμού (Karantonis)

[der of ακαδημ- as if fr ακαδημαΐζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες