Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαδημαϊκώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακαδημαϊκώς [aka∂imaikós] adv
  • in a general or theoretical manner, not practically, academically (syn ακαδημαϊκά, ant πρακτικά):
    • εξετάζει το ζήτημα ~ |
    • συζητούμε ~ |
    • αποφαίνεσαι ~

[der of ακαδημαϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες