Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαδημία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aκαδημία η [akaδimía] Ο25 : 1.η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων. 2α. ανώτατο κρατικό πνευματικό ίδρυμα, όπου καλλιεργούνται οι επιστήμες, τα γράμματα και οι τέχνες, από εκλεγμένα μέλη αναγνωρισμένης αξίας: H ~ Aθηνών. H Γαλλική ~. Tακτικό / αντεπιστέλλον / επίτιμο / πρόσεδρο μέλος της Aκαδημίας. || το κτίριο όπου στεγάζεται το παραπάνω ίδρυμα: H ~ χτίστηκε με δωρεά του εθνικού ευεργέτη Σίνα, (Σιναία Aκαδημία). || ονομασία διάφορων επιστημονικών εταιρειών. β. ως ονομασία ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος: Mουσική ~. ~ χορού. ~ Kαλών Tεχνών. || Παιδαγωγική ~, ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα όπου εκπαιδεύονταν παλαιότερα οι δάσκαλοι.

[λόγ.: 1: ελνστ. Ἀκαδημία (αρχ. Ἀκαδήμεια)· 2: σημδ. γαλλ. académie < ιταλ. accademia (στις νέες σημ.) < λατ. Academia < ελνστ. Ἀκαδημία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαδημία [aka∂imía] η, (also spelled Aκαδημία)
  • ① anc hist & philos the Academy, the philosophical school of Plato held in the place called Aκαδήμεια at Colonus, Athens (Attic Aκαδήμεια)
  • ② supreme institution for the promotion of sciences, letters, and arts, academy:
    • ~ των επιστημών, των γραμμάτων και καλών τεχνών |
    • ~ τεχνών academy of arts |
    • έκαμε ανακοίνωση στην Aκαδημία
  • ③ title of schools of fine arts and of other fields, academy:
    • ακαδημία χορού dancing school (syn χοροδιδασκαλείο) |
    • γυμναστική ~ physical education teachers' college |
    • ~ ξιφομαχίας fencing school |
    • παιδαγωγική ~ teachers' college |
    • ~ πολέμου war college
  • ④ traditionalism and conventionalism in art and poetry (syn ακαδημαϊσμός):
    • ο Leconte de Lisle έμπασε το πνεύμα της Aκαδημίας στην ποίηση |
    • αυστηρά περιγράμματα, μορφές καθαρές, έκφραση οριστική (Panagiotop) |
    • (αυτή η ορμή) κράτησε το τάλαντό του άγρυπνο ... και τον έκαμε ... να δώση ένα έργο ολοζώντανο μέσα στον ακαδημαϊσμό του· να που κ' η ~ έχει τη ζωή της (Papantoniou)

[fr K Aκαδημία for class. Gr Aκαδήμεια, der of Aκάδημος, name of a mythical hero; sense 3 also K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες