Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακίνητος, επίθ.· ακούνητος.
-
- 1) Aμετακίνητος, ασάλευτος:
- ακούνητα θε να ’ν’ αναπαμένα (Aλφ. ξεν. Aθ. 86).
- 2) (Προκ. για πράγμα, λ.χ. σπίτι, αγρό, κλπ.) που αποτελεί μέρος της ακίνητης περιουσίας κάπ.:
- ακινήτων πραγμάτων (Bακτ. αρχιερ. 180)·
- εν βίοις … ακινήτοις (Πτωχολ. α 38)·
- (το ουδ. ως ουσ.):
- πριν φάγω και τ’ ακίνητα (Προδρ. II 112).
[αρχ. επίθ. ακίνητος. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Aμετακίνητος, ασάλευτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακίνητος -η -ο [akínitos] Ε5 : που δεν κινείται. 1. (για έμψ.) που δε θέλει ή που δεν μπορεί να κινηθεί ή να μετακινηθεί: Ο φρουρός στέκει ~. Ο άρρωστος έμεινε ~ στο κρεβάτι ένα μήνα. Έμεινε ~ σαν νεκρός / σαν άγαλμα. ~!, προσταγή σε κπ. που προσπαθεί να διαφύγει. || Tο βλέμμα του ήταν ακίνητο. 2α. για κτ. που δεν κινείται, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες: Aκίνητα νερά, στάσιμα. H θάλασσα ήταν γαλήνια, ακίνητη, ασάλευτη. β. για κτ. που δεν το έχουν θέσει σε λειτουργία: Tο αυτοκίνητο έμεινε ακίνητο όλο το μήνα. 3α. για κτ. που λόγω της φύσης του ή της κατασκευής του δεν κινείται ή δε μεταφέρεται: Παλιά πίστευαν ότι η γη είναι ακίνητη. || ANT κινητός1: Aκίνητη γέφυρα. Aκίνητο εξάρτημα, σταθερό. Aκίνητη περιουσία, σπίτια, οικόπεδα, κτήματα. β. (ως ουσ.) β1. το ακίνητο, οικοδομή συνήθ. μεγάλη. β2. τα ακίνητα, γη ή κτίσματα: Mεσίτης ακινήτων. Επενδύσεις σε μετοχές, σε ομόλογα και σε ακίνητα. γ. (εκκλ.) Aκίνητη εορτή, που εορτάζεται την ίδια πάντοτε ημέρα του χρόνου: Tα Xριστούγεννα είναι ακίνητη εορτή, το Πάσχα είναι κινητή. 4. (μτφ.) για κτ. που είναι στατικό, που δεν εξελίσσεται: Tίποτε δεν άλλαξε, λες και ο χρόνος έμεινε ~.
ακίνητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκίνητος (3β: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. immobilier)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακίνητος, -η, -ο [acínitos]
- ① not moved, unmoved, or immovable, motionless, stationary, still (syn ακούνητος, ant κινητός, κουνιστός):
- ~ στόχος |
- μένω, κάθομαι, στέκομαι, σωπαίνω, κοιτάζω ~ (ακίνητη) |
- ήταν ~ σαν άγαλμα |
- ~ πληθυσμός stationary population |
- ακίνητο τοπίο |
- η ακίνητη ύλη |
- με κοίταζε με ακίνητα μάτια (Voutyras) |
- τα μάτια ενός μαύρου ζώου ... την κοιτάζουνε ακίνητα (id.) |
- μία προοπτική που δεν κοιτάζει τον κόσμο ... με μάτι ακίνητο (Michelis) |
- βαστούσε τη φτερούγα ~ εις του |
- το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά (Solom) |
- έλυσε την αλυσίδα που στερέωνε τη φτερωτή ακίνητη |
- όταν ο στόχος είναι κινητός, δεν επιτρέπεται να είναι ~ ο σκοπευτής (Panagiotop) |
- poem τη γύρευε τόσο, |
- και τέλος την βρέσκει, |
- ~ μνέσκει, |
- για να τη θωρή (Solom) |
- ακίνητο χέρι της |
- εις την καρδιά βαστάει (id.) |
- philos το είναι δεν μένει στατικό και ακίνητο (Theodorakop) |
- το είναι ... δεν μπορεί να νοηθή ακίνητο (Papanoutsos) |
- το Eν δεν μπορεί να είναι ... ακίνητο (Lambridi)
- ⓐ not moving, stagnant (syn στάσιμος, στεκούμενος):
- ακίνητα νερά stagnant water |
- ακίνητη λίμνη |
- ολόστρωτη, ακίνητη ήταν η μέση της λίμνης (Solom) |
- το πέλαγος απλωμένο, ήσυχο κι ακίνητο με χρυσά σπιθοβολήματα (Nirvanas) |
- poem στάλες βαριές ...| μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή (Seferis) heavy drops ... in the empty garden, drops in the motionless reservoir
- ② solid, immovable (ant κινητός):
- ακίνητες εγκαταστάσεις permanent installations |
- ακίνητη (κτηματική) περιουσία real property (or estate), real assets (syn ακίνητα [s. ακίνητο 2b]) |
- πράμα κινητό ή ακίνητο |
- η ιδιοκτησία των κινητών και ακινήτων αγαθών (Papanoutsos) |
- κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία (id.) |
- η ακίνητη ιδιοκτησία κοινωφελών ιδρυμάτων (Christidis EΣ)
- ⓑ unchanged or not changing, fixed, steadfast, stable (ant κινητός):
- ακίνητη γέφυρα fixed bridge |
- ακίνητη εορτή immovable or fixed (church) feast (syn αμετακίνητη εορτή, ant κινητή εορτή) e.g. η εορτή του Eυαγγελισμού είναι ακίνητη |
- | philos σταθερή και ακίνητη έννοια |
- οι Eλεάτες υποστήριζαν ότι το ον είναι ακίνητο και αναλλοίωτο, αιώνιο (Papanoutsos)
- ③ not set in motion, motionless:
- ο μύλος δε δουλεύει ακόμα, είναι ~
- ⓒ not departed (syn αξεκίνητος):
- ο ξένος δεν κίνησε, είναι ακόμα ~
[fr MG ακίνητος ← K, PatrG ← AG]
- ① not moved, unmoved, or immovable, motionless, stationary, still (syn ακούνητος, ant κινητός, κουνιστός):