Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακίνητο [acínito] το,
- ① what is not moved, fixed thing:
- ο νους του ανθρώπου προτιμά το ~ από το μεταβλητό (Lambridi) |
- ό,τι κινείται φθείρεται· το ~ μέσα μας έχει απόλυτη αξία (Theodorakop)
- ② piece of real property, landed property, real estate, realty (syn κτήμα):
- χτίζει ~ he erects premises |
- η μίσθωση ακινήτου |
- κάνει επιθεώρηση στο ακίνητό του
- ⓐ usu pl ακίνητα τα, real or fixed assets, real estate, realty (syn ακίνητη ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία, ant κινητά):
- τοποθέτησε τις οικονομίες του σε ακίνητα |
- μεσίτης ακινήτων |
- έχει μεγάλη περιουσία σε κινητά και ακίνητα |
- εμπράγματες δικαιοπραξίες για ακίνητα (Christidis AK)
[fr MG ακίνητον & pl ακίνητα, substantiv. n of ακίνητος]
- ① what is not moved, fixed thing:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητοποιημένος, -η, -ο [acinitopiiménos] (L)
- immobilized (ant κινητοποιημένος):
- (το πόδι μου και το χέρι μου) τα αισθάνθηκα πιασμένα απέξω και ολότελα ακινητοποιημένα
[ppp of ακινητοποιώ]
- immobilized (ant κινητοποιημένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακινητοποίηση η [akinitopíisi] Ο33 : I.η ενέργεια του ακινητοποιώ. 1. το να αναγκάσει κάποιος κπ. να μείνει ακίνητος, να περιορίσει τις κινήσεις του ή να διακόψει τη δράση ή τη δραστηριότητά του: H αστυνομία πέτυχε την ~ του δράστη και τη σύλληψή του. H ~ του εχθρού. H ~ του ανθρώπινου δυναμικού. ANT κινητοποίηση. || το να κρατήσει κάποιος ένα μέλος του σώματος ή ολόκληρο το σώμα σε κατάσταση ακινησίας, για θεραπευτικούς σκοπούς: Mε το νάρθηκα πετυχαίνουμε την ~ του μέλους που έπαθε κάταγμα. Επιβάλλεται η ~ του τραυματία και απαγορεύεται η μετακίνησή του. 2. το να μη θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία ένα μηχανισμό, ένα όχημα κτλ. ή το να διακόπτω την κίνηση, τη λειτουργία του. II. (οικον.) ~ κεφαλαίων, η χρησιμοποίησή τους για την αγορά ακινήτων ή μηχανών.
[λόγ. ακινητοποιη- (ακινητοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητοποίηση [acinitopíisi] η, (& L ακινητοποίησις) gen ακινητοποίησης & ακινητοποιήσεως
- ① the act of rendering or keeping sth motionless, immobilization:
- ~ της τηλεφωνικής συσκευής (or του τηλεφώνου) |
- ~ κατάγματος (με γύψο) immobilization of a fracture (w. a cast) |
- τα δίχτυα τους έχουν σφιχθή μέχρις ακινητοποιήσεως (Roussos)
- ② ~ κεφαλαίων locking up, investment of capital in fixed assets (syn μετατροπή κινητών [ρευστών] κεφαλαίων σε ακίνητα)
[der of ακινητοποιώ]
- ① the act of rendering or keeping sth motionless, immobilization:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακινητοποίητος 1 -η -ο [akinitopíitos] Ε5 : για κπ. που δεν τον έχουν κινητοποιήσει, που δεν τον έχουν παρακινήσει ή που δεν τον έχουν διατάξει να αναλάβει δράση. ANT κινητοποιημένος: H νεολαία δεν πρέπει να μείνει ακινητοποίητη, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσει δυναμικά την κατάσταση. Δεν έμεινε κανένα μέσο ακινητοποίητο, πυροσβεστική και στρατός βρίσκονται στον τόπο της πυρκαγιάς.
[λόγ. α- 1 κινητοποιη- (κινητοποιώ) -τος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακινητοποίητος 2 -η -ο : (οικον.) ακινητοποίητο ενεργητικό, οι κινητές και ακίνητες εγκαταστάσεις μιας επιχείρησης που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν από την ίδια και όχι να μεταπουληθούν.
[λόγ. ακινητοποιη- (ακινητοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητοποίητος, -η, -ο [acinitopíitos]
- not set in motion, not mobilized:
- ακινητοποίητα μέσα means not set in motion |
- ακινητοποίητες στρατιωτικές δυνάμεις military forces not mobilized (syn μη επιστρατευμένες)
[der of ακινητοποιώ]
- not set in motion, not mobilized:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακινητοποιώ [akinitopió] -ούμαι Ρ10.9 : I1.(για πρόσ.) α. αναγκάζω κπ. να μείνει ακίνητος, συνήθ. με τη χρήση βίας: Ο ληστής ακινητοποίησε το θύμα του και μετά το λήστεψε. H αστυνομία κατόρθωσε να ακινητοποιήσει τους δράστες. β. περιορίζω τις δυνατότητες που έχει κάποιος να μετακινηθεί σε ένα χώρο, συνήθ. για στρατιωτικές δυνάμεις που μένουν καθηλωμένες, που αδυνατούν να αναλάβουν δράση: Tα εχθρικά πυρά / οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες ακινητοποίησαν τη μονάδα μας. γ. (μτφ.) εμποδίζω κπ. να δράσει, να δραστηριοποιηθεί. ANT κινητοποιώ. 2. για μέλος του σώματος ή για ολόκληρο το σώμα που το κρατούν ακίνητο για θεραπευτικούς σκοπούς. 3. (για μηχάνημα, όχημα) δε βάζω κτ. σε κίνηση ή το σταματώ ενώ βρίσκεται σε κίνηση: Λόγω της απεργίας των σιδηροδρομικών τα τρένα θα μείνουν ακινητοποιημένα. Ο οδηγός προσπάθησε να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του, για να αποφύγει τη σύγκρουση με την νταλίκα. II. (οικον.) ακινητοποιημένα κεφάλαια, που έχουν επενδυθεί σε ακίνητα ή σε μηχανικό εξοπλισμό.
[λόγ. ακίνητ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. immobi liser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακινητοποιώ [acinitopió] mi ακινητοποιούμαι, ppp ακινητοποιημένος
- ① make sth immobile, bring to a dead stop, immobilize (syn ακινητώ 2, ant κινητοποιώ):
- ένας μετάλλινος νάρθηκας ... ακινητοποιεί προσωρινά τα χτυπημένα μέλη (Theotokas) |
- το ορμητικό ποτάμι ... δεν κατόρθωσε, γιατί δεν το θέλησε, ν' ακινητοποιήση ούτε μια στιγμή (Chourmouzios) |
- milit ~ τον εχθρό immobilize the enemy (syn καθηλώνω) |
- ο στρατός είχε ακινητοποιηθή κάπου στα βόρεια της Θεσσαλίας (Roufos) |
- οι συμβάσεις ακινητοποιήθηκαν the contracts are no longer in force |
- η θριαμβευτική ανάγλυφη εικόνα, που διαιωνίζει, καθώς την έχει με την αφαίρεση της τέχνης του ακινητοποιημένη και σχηματοποιημένη (Papatsonis)
- ② convert into, invest, in real estate (syn μετατρέπω σε ακίνητα):
- ακινητοποιώ τα κεφάλαιά μου
[cpd of ακίνητος w. ποιώ]
- ① make sth immobile, bring to a dead stop, immobilize (syn ακινητώ 2, ant κινητοποιώ):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακίνητος, επίθ.· ακούνητος.
-
- 1) Aμετακίνητος, ασάλευτος:
- ακούνητα θε να ’ν’ αναπαμένα (Aλφ. ξεν. Aθ. 86).
- 2) (Προκ. για πράγμα, λ.χ. σπίτι, αγρό, κλπ.) που αποτελεί μέρος της ακίνητης περιουσίας κάπ.:
- ακινήτων πραγμάτων (Bακτ. αρχιερ. 180)·
- εν βίοις … ακινήτοις (Πτωχολ. α 38)·
- (το ουδ. ως ουσ.):
- πριν φάγω και τ’ ακίνητα (Προδρ. II 112).
[αρχ. επίθ. ακίνητος. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Aμετακίνητος, ασάλευτος: