Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακίνδυνο [acín∂ino] το, (L)
- lack of danger, harmlessness:
- πουθενά δεν μιλεί ο Αριστοτέλης ... για το ~ των τραγικών θεαμάτων (Papanoutsos)
[substantiv. n of ακίνδυνος]
- lack of danger, harmlessness:
[Λεξικό Κριαρά]
- ακίνδυνος, επίθ.· ακίντυνος.
-
- Σώος:
- ει δε περάσω θάλασσαν … και εις την στερεάν ακίνδυνος περπατήσω (Λίβ. P 2074).
[αρχ. επίθ. ακίνδυνος. H λ. και σήμ.]
- Σώος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακίνδυνος -η -ο [akínδinos] Ε5 : ANT επικίνδυνος. 1. για κτ. που δε δημιουργεί ή που δεν μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους: Εγχείρηση ακίνδυνη. Φάρμακο ακίνδυνο, χωρίς παρενέργειες. Tο κολύμπι στις ανοιχτές θάλασσες δεν είναι πάντοτε ακίνδυνο. Kάποτε πίστευαν ότι το κάπνισμα είναι μια ακίνδυνη συνήθεια. 2α. (για έμψ.) που από τη φύση του ή λόγω συνθηκών δεν μπορεί να βλάψει: Tα περισσότερα φίδια είναι ακίνδυνα. Ένας εντελώς ~ τρελός. β. (για πρόσ.) που δεν τον φοβούνται, δεν τον υπολογίζουν, επειδή δεν είναι αρκετά ισχυρός ή ικανός: ~ εχθρός / αντίπαλος. || (ως ουσ.) το ακίνδυνο, η ιδιότητα του ακίνδυνου.
ακίνδυνα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκίνδυνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακίνδυνος, -η, -ο [acín∂inos] (& ακίντυνος)
- not dangerous, harmless, safe (ant επικίνδυνος):
- είναι ~ άνθρωπος |
- ακίνδυνα έργα |
- ακίνδυνα ερπετά harmless reptiles |
- ακίνδυνο φίδι harmless snake |
- ~ σκύλος harmless dog |
- ακίνδυνo ταξίδι safe travel |
- ακίνδυνο φάρμακο safe drug |
- ακίνδυνη ευτυχώς η επιδημία της ερυθράς (Palaiologos) |
- ακίνδυνη ακτή clear shore |
- τα ακίνδυνα ρήχη |
- η μπίρα είναι ακίνδυνη |
- για παιχνίδια να διαλέγωμε τα ακίνδυνα πλαστικά |
- η βιομηχανία μεταχειρίζεται την παστερίωση για να κάνη το γάλα ακίνδυνο |
- η έξοδος ήταν ακίνδυνη |
- ακίνδυνες ακροβασίες |
- περιπέτειες ακίνδυνες και επικίνδυνες |
- ακίνδυνη χειρουργική επέμβαση |
- το carpe diem δεν είναι ακίνδυνο (Panagiotop) |
- μια εύκολη, ακίνδυνη απλοποίηση είναι η απλοποίηση του τονικού συστήματος (Geros) |
- αν κανένας απωθήση μια αγελάδα, θα επισύρη εναντίον του τη μήνη του όχλου, η οποία δεν είναι ποτέ ακίνδυνη (Thrylos)
[fr MG ακίνδυνος ← Κ, AG]
- not dangerous, harmless, safe (ant επικίνδυνος):