Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακίνδυνα, επίρρ.
-
- Xωρίς κίνδυνο:
- (Xρον. Tόκκων 3630).
[<επίθ. ακίνδυνος. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Xωρίς κίνδυνο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακίνδυνα [acín∂ina] adv
- without danger, harmlessly, safely (ant επικίνδυνα):
- η Kυβέρνηση μπορεί ~ να διαπραγματευθή το πρόβλημα |
- σχολιάζει ανέξοδα, ~ τις πράξεις των άλλων (Terzakis) |
- αυτά δεν είναι πράγματα που μπορούν να δοκιμαστούν ~ για όλους (Christidis) |
- η επιδοκιμασία τους ... μπορεί να προσφερθή ~ (Papanoutsos)
[der of ακίνδυνος]
- without danger, harmlessly, safely (ant επικίνδυνα):