Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακίδα η [akíδa] Ο26 : 1.αιχμηρή άκρη μεταλλικών συνήθ. αντικειμένων· μύτη. 2. ονομασία λεπτών και αιχμηρών οργάνων. || (ειδικότ.) (τεχν.) όργανο για τη χάραξη λείας και σκληρής επιφάνειας. || (πληροφ.): Εκτυπωτής ακίδων. || (στη ναυπηγική) μικρό μεταλλικό καρφί. || (ιατρ.) εργαλείο για παρακεντήσεις. || (στρατ.): ~ του στοχάστρου, η αιχμηρή άκρη στο στόχαστρο του τυφεκίου που πρέπει να ευθυγραμμιστεί με το στόχο, για να είναι εύστοχη η βολή.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀκίς, αιτ. -ίδα· 2: & σημδ. γαλλ. aiguille]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακίδα η· αγκίδα.
-
- 1) Aγκίδα:
- (Iατροσ. κώδ. σνς́)·
- έκφρ. μια ’γκίδα = (ούτε) λίγο:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [712]).
- 2) Άκρη:
- (Ασσίζ. 2432).
[αρχ. ουσ. ακίς. O τ. στο Du Cange (αγγίδες) και σήμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aγκίδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακίδα [ací∂a] η,
- point, nib, barb (syn μύτη, αιχμή):
- ~ βελόνης needle point |
- εργαλείο με ~ nibbed tool |
- χωρίς ~ unpointed |
- με μία ~ single-pointed
[fr MG ακίδα (cf also αγκίδα) ← Κ, AG ἀκίς]
- point, nib, barb (syn μύτη, αιχμή):