Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακήδευτος -η -ο [akíδeftos] Ε5 : 1.που δεν τον κήδεψαν, δεν τον έθαψαν: Tον έχουν τρεις μέρες ακήδευτο, άταφο. 2. που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία· αδιάβαστος2: Tον έθαψαν ακήδευτο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκήδευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακήδευτος, -η, -o [ací∂eftos]
- not having had a funeral, without a funeral (syn που δεν κηδεύτηκε, χωρίς κηδεία):
- τον έθαψαν ακήδευτο
- ⓐ unburied:
- επνίγηκε στη θάλασσα, έμεινε ~
[fr K ἀκήδευτος 'unburied']
- not having had a funeral, without a funeral (syn που δεν κηδεύτηκε, χωρίς κηδεία):