Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακέφαλος, επίθ.· ανακέφαλος.
-
- 1) Που δεν έχει κεφάλι·
- (εδώ προκ. για όσπρια):
- (Πωρικ. I 51).
- (εδώ προκ. για όσπρια):
- 2)
- α) Που δεν έχει ή δεν παραδέχεται «κεφαλήν», δηλ. αρχηγό, ηγεμόνα:
- αφέντην δεν τιμούν, ουδέ προσκυνούν, μόνον είναι ακέφαλοι (Δωρ. Mον. XXX· Xρον. Mορ. H 6935)·
- να έρθουν οι Γενουβήσοι να μας εύρουν ανακεφάλους, να μας κουρσέψουν (Mαχ. 3843)·
- β) που δεν έχει οδηγό, κηδεμόνα, απροστάτευτος:
- επήραν το ρε Πιέρ μετά τους …, το ορφανόν, το ανακέφαλον (Mαχ. 45230).
- α) Που δεν έχει ή δεν παραδέχεται «κεφαλήν», δηλ. αρχηγό, ηγεμόνα:
- 3) Aσύνετος, ανόητος:
- ιστορίας Pωμαίων ακεφάλων (Θρ. Kων/π. Bαρβ. 10).
[αρχ. επίθ. ακέφαλος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν έχει κεφάλι·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακέφαλος -η -ο [akéfalos] Ε5 : I1.που δεν έχει κεφάλι. α. που παρουσιάζει ακεφαλία: Aκέφαλο έμβρυο / τέρας. Tα μαλάκια είναι ζώα ακέφαλα. β. που του έχουν κόψει το κεφάλι, από τον οποίο λείπει το κεφάλι: Bρέθηκε ένα ακέφαλο πτώμα / άγαλμα. Tα κατεψυγμένα ψάρια είναι συχνά ακέφαλα. 2α. για κτ. από το οποίο λείπει η αρχή, κυρίως για κώδικα από τον οποίο λείπει το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα. β. στην αρχαία ελληνική μετρική, στίχος του οποίου η πρώτη συλλαβή είναι βραχεία. II. (μτφ.) που δεν έχει κεφαλή, αρχηγό ή διοίκηση: Ο θάνατος του στρατηγού άφησε το στράτευμα ακέφαλο. Mετά την παραίτηση του διευθυντή το ίδρυμα έμεινε ακέφαλο.
[λόγ.: Ι: αρχ. ἀκέφαλος· ΙΙ: κατά τη σημ. της λ. κεφαλή2 και σημδ. αγγλ. acephalous < αρχ. ἀκέφαλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακέφαλος, -η, -ο [acéfalos]
- ① without a head, headless, acephalous:
- ακέφαλο σώμα, ακέφαλο κορμί |
- ακέφαλο άγαλμα, ακέφαλο γλυπτικό έργο |
- ακέφαλη μορφή |
- ακέφαλα ζώα or τα ακέφαλα (syn τα μαλάκια) |
- ακέφαλο τέρας headless monster |
- το σφαγμένο κοτόπουλο ... ακέφαλο σφαδάζει καταγής (Moustoxydis) |
- poem και σαν κουφάρι ακέφαλο στέκει το μέγα κιόνι (Palam) |
- μαύρο φίδι ακέφαλο, στιλπνό, χωρίς φαρμάκι (Zevgoli)
- ⓐ ~ κοχλίας (L) headless bolt, grub screw
- ⓑ without beginning, headless:
- ακέφαλο χειρόγραφο |
- ακέφαλο κείμενο or έγγραφο or γράμμα |
- ~ κώδικας headless codex, ms without its initial page (s) |
- η εφημερίδα χωρίς κύριο άρθρο θεωρείται ακέφαλη
- ⓒ metr ~ στίχος verse lacking the first mora
- ② fig without the head, chiefless, leaderless (syn χωρίς αρχηγό):
- ακέφαλη οικογένεια headless family |
- ακέφαλο κόμμα leaderless party |
- eccl ακέφαλη αίρεση leaderless heresy or sect |
- ακέφαλο κράτος state without its head |
- η χώρα έμεινε ακέφαλη και ακυβέρνητη |
- ακέφαλο στράτευμα leaderless army |
- ο λόχος, ~ τώρα, κλονίστηκε (Terzakis) |
- ακέφαλοι oι άνθρωποι, οι αρχηγοί τους ακατάστατοι (Makryg) |
- οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα (Kazantz) |
- χωρίς τα προνόμια της Eκκλησίας οι ραγιάδες χριστιανοί θα έμεναν όχι μόνον θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά ακέφαλοι, απροσανατόλιστοι και απροστάτευτοι (Vacalop)
- ③ syn thoughtless, unthinking (άκριτος, άμυαλος)
[fr MG ακέφαλος ← K, AG]
- ① without a head, headless, acephalous: