Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακέριος, επίθ.,
- βλ. ακέραιος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακέριος -α -ο [akerjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ακέραιος, στις σημ. I1, II.
[μσν. ακέριος < αρχ. ἀκέραιος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακέριος, -α, -ο [acérjos]
- ① whole, integral (syn in ακέραιος 1):
- ~ άνθρωπος |
- ακέριο έργο, ακέριο ποίημα |
- ο ~ τίτλος της εργασίας |
- ένα νόημα ακέριο |
- έψησε το αρνί ακέριο |
- prov θέλει και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέρια he seeks to reconcile things irreconcileable, he wants to eat his cake and have it too |
- χαίρεται την ακέρια ευτυχία or χαρά |
- ζωγράφος της ζωής ακέριας σε όλα της (Palam) |
- ο ~ ποιητής ... δύσκολο να νοηθή χωρίς να κατέχη στην εντέλεια την πλαστική δύναμη (id.) | το ποίημα ... αποτελεί μόνο του έναν κόσμο ακέριο και αυτάρκη (Dimaras) |
- επέτυχε να περικλείση ακέρια την προσωπικότητα του Kαΐρη (Koumarianou) |
- ο ιδιοκτήτης διατηρεί ακέρια όλα του τα δικαιώματα (Christidis AK) |
- η συμβατικότητα της Άννας είχε κάτι το ακέριο, το ολοκληρωμένο (KPolitis) |
- folks. κ' έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο (NPolitis) |
- poem Eλλάδα, ~ ο άνθρωπος είναι δική σου γέννα (Palam) |
- είν' εύκολο τ' ακέριο λείψανό σου |
- να λάβη, αράζοντας μακριά, και μοιρολόι και μνήμα (Markoras) |
- ακούω στα σπλάχνα μου της ζωής ακέριο τον ψαλμό (Sikel) |
- και, ζώντας την ακέρια |
- από τα πριν ζωή του, |
- στη Γη ζη και στα Aιθέρια |
- και μέσ' τα οράματά του (Skipis)
- ② complete (syn in ακέραιος 2):
- ο καλλιτέχνης μιλά ... προς τον άνθρωπο τον αιώνιο, τον ακέριο (Palam) |
- η ιστορία αυτού του φιλολογικού ζητήματος ... αξίζει να βρεθή και να ξανατυπωθή ακέρια, γιατί σημαντικά χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία μας (id.) |
- δεν μπορεί να χαρή την ατομική του ελευθερία ακέρια, απείραχτη (id.) |
- η μαρτυρία ... κρατεί ακέρια την αξία της (Dimaras) |
- ο πιο γνήσιος και πιο ~ εκπρόσωπος της φυλής των ανθρώπων (Panagiotop) |
- επιχειρήματα που κατέχουν ακέριο το βάρος τους σε κάθε αντίρρηση (id.)
[fr MG ακέριος ← MG ακέραιος ← AG]
- ① whole, integral (syn in ακέραιος 1):