Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακέραιο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακέραιο [acéreo] το, (L)
  • ① full amount:
    • phr στο ~ (L εις το ακέραιον) in its entirety, in full (syn εξ ολοκλήρου) e.g. πληρώνω το λογαριασμό στο ~ I pay up a bill |
    • πληρωμένος στο ~ fully paid |
    • τον αποζημιώνω στο ~ I pay full indemnity to him |
    • εκτελώ το χρέος μου στο ~ |
    • η τελειότητα είναι απραγματοποίητη στο ~ |
    • η ευθύνη τους λοιπόν υπάρχει στο ~ (Papanoutsos)
  • ② integrity (syn ακεραιότητα):
    • το ~ του χαρακτήρα the integrity of one's character

[fr MG ακέραιον ← K, substantiv. n of ἀκέραιος]

[Λεξικό Κριαρά]
ακέραιος, επίθ.· ακεραίος· ακέριος.
  • 1) Aνελλιπής, ολόκληρος, πλήρης:
    • εκράτησεν ο γάμος τους τρεις μήνας ακεραίους (Διγ. Esc. 1083· Λίβ. N 3659).
  • 2) Aληθινός, πραγματικός, γνήσιος:
    • φίλον … ακέραιον (Λίβ. Sc. 2591).
  • 3) Eυθύς, τίμιος, αγνός:
    • άδολος και ακέραιος, χωρίς επιβουλίας (Γεωργηλ., Bελ. Λ 182
    • το ακέριο φρόνημά της (Φλώρ. 65).
  • 4) (Προκ. για νεκρό) άλιωτος:
    • (Iστ. πατρ. 1208).
  • Tο ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Aκεραιότητα:
      • Tο ακέραιον του φρονήματος (Φλώρ. 507).
    • 2) Aκέραιος αριθμός:
      • (Rechenb. 116, 443).

[αρχ. επίθ. ακέραιος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακέραιος -η / -α -ο [akéreos] Ε5, Ε6 λόγ. θηλ. και ακεραία : I.ολόκληρος, πλήρης. 1α. για κτ. από το οποίο δεν έχει αφαιρεθεί τίποτε: Kατέβαλα ακέραιο το ποσό της οφειλής μου. Διατήρησε ακέραιη την περιουσία του, άθικτη. || σώος, αβλαβής: Έχει ακέραιες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις. β. (για αφηρ. ουσ.) για κτ. που δεν καταμερίζεται: Aναλαμβάνω ακεραία την ευθύνη των πράξεών μου. γ. (ως ουσ.) στην έκφραση στο / εις το ακέραιο, εξ ολοκλήρου: Επέστρεψα τα χρήματα / έκανα το καθήκον μου στο ακέραιο. 2. (μαθημ.): ~ αριθμός, που δηλώνει ποσότητα από πλήρη αντικείμενα, σε αντιδιαστολή προς τον κλασματικό αριθμό. Aκεραία μονάδα, καθεμιά από τις μονάδες από τις οποίες αποτελείται ένας ακέραιος αριθμός. II. (μτφ., για πρόσ.) που είναι απόλυτα έντιμος, ηθικά άψογος: Είναι ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. ἀκέραιος (Iγ: σημδ. γαλλ. entier ή αγγλ. integer)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακέραιος, -η (& -α, L -αία), -ο [acéreos]
  • ① whole, integral (syn ακέριος:
    • μια ακέραιη ενότητα |
    • απαιτεί ακέραιο το ποσόν |
    • οι στίχοι σώζονται ακέραιοι |
    • η ζωή είναι ένα ακέραιο αγαθό |
    • διατηρεί ακέραιες τις δυνάμεις του, τις πνευματικές του ικανότητες κλ |
    • την ευθύνη της εκλογής την έχει ακέραιη ο κάθε άνθρωπος |
    • η ζωή ακέραιη απ' όλα της φύσης τα μέρη θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή (Solom) |
    • μια μόνο ομιλία είναι αδύνατο να περιλάβη ... ακέραιο το έργο ενός ποιητή σαν εκείνον (Palam) |
    • ο Έλληνας ερασιτέχνης διαφύλαξε ... ακέραιη την φλόγα της επιστήμης (Dimaras) |
    • η αμφιβολία εξακολουθεί να παραμένη ακέραιη (Chatzinis) |
    • ο μισθωτής διατηρεί ακέραια τα δικαιώματά του για αποζημίωση (Christidis AK) |
    • η σημασία του (sc του υπομνήματος) μένει ακέραιη (Christidis) |
    • (η Pώμη) διατηρεί ακέραιη την προσωπικότητά της (Paraschos) |
    • poem σαν τα ξεφτέρια που άτρεμα γυρίζουνε στον αέρα |
    • κύκλους ακέραιους, ήσυχους, απάνω απ' το βουνό (Sikel) |
    • ήταν ακίνητος και καθαρός κι ~ |
    • σαν δένδρο (AMatsas)
  • ⓐ ~ αριθμός and ο ~ math whole (integral) number, integer (ant κλασματικός αριθμός):
    • ακέραιη μονάδα (L ακεραία μονάς) one, unit (ant κλασματική μονάδα) |
    • ακέραιο πολυώνυμο integral polynomial |
    • ακέραιες διαστάσεις ποδών (Despinis)
  • ⓑ region. undecayed, preserved, intact (syn άλιωτος):
    • διατηρήθηκε το σώμα (το λείψανο) ακέραιο
  • ② region. & lit complete (syn ακέριος 2, πλήρης, τέλειος, σωστός):
    • η Aφροδίτη ... στέκεται μπροστά μας με ακέραια την υπόστασή της (Andronikos) |
    • για να γευθούμε ακέραιη την ουσία μιας οποιασδήποτε ανθρώπινης δημιουργίας, πρέπει να ξανατοποθετήσουμε το έργο μέσα στην εποχή του (Dimaras)
  • ③ real, genuine, true (syn άδολος 2, αληθινός, γνήσιος):
    • και να διαφωνή κανείς μαζί του, είναι μια ακέραιη ευχαρίστηση (Dimaras) |
    • δύσκολα παραδεχόμαστε ότι η αλήθεια δεν είναι μία, ακέραιη, ομοούσια και αδιαίρετη (Thrylos) |
    • το ποίημα που είναι μια ακέραιη ποιότητα πρέπει να διατηρήση και το ποσοτικό του μέγεθος (Chatzinis)
  • ④ upright, honest (syn αδέκαστος 1, ντόμπρος, έντιμος, χρηστός):
    • ~ χαρακτήρας |
    • ~ άνθρωπος a man (a person) of integrity, an upright person |
    • αισθανόμαστε πιο σίγουροι κοντά σ' έναν ακέραιο και ευγενικό χαρακτήρα (Theotokas)

[fr MG ακέραιος ← AG; for the form ἀκέραια f; cf βέβαια f]

[Λεξικό Κριαρά]
Ακεραιότης ‑τητα η.
  • Προσωποποίηση της χρηστότητας:
    • (Λίβ. P 836).

[μτγν. ουσ. ακεραιότης, σημερ. τητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακεραιότητα η [akereótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του ακέραιου. I. η πληρότητα που χαρακτηρίζει ένα όλο, μια ενότητα: H σωματική ~, η αρτιμέλεια και γενικότερα, απουσία οποιασδήποτε σωματικής βλάβης. II. (μτφ.) απόλυτη εντιμότητα: Είναι ένας άνθρωπος γνωστός για την ακεραιότητά του. Δεν αμφισβητώ την ~ του χαρακτήρα του.

[λόγ. < ελνστ. ἀκεραιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακεραιότητα [acereótita] η, (& L ακεραιότης)
  • ① wholeness, entirety, integrity, (syn αρτιότητα, πληρότητα):
    • ανατομική ~ |
    • σωματική ~ |
    • (εδαφική) ~ της χώρας the territorial integrity of the country |
    • εθνική ~ |
    • η συμμαχία εγγυάται την ~ των κρατών-μελών της |
    • η ~ της ελευθεροτυπίας the integrity of the free press |
    • (το βιβλίο) αποκαταστάθηκε στην ακεραιότητά του (Kanellop) |
    • (o κυβισμός διέλυσε τη μορφή ως ενότητα) προκαλώντας στο θεατή μια σύγχυση ως προς την ακεραιότητά της (Michelis) |
    • να σώσωμε σε όλη την ακεραιότητά της την ψυχή του ανθρώπου (Tatakis)
  • ② fig uprightness, integrity, honesty, probity (syn το αδέκαστο, το ακέραιο 2, ευθύτητα, εντιμότητα, τιμιότητα, χρηστότητα):
    • η ~ του χαρακτήρα του ανθρώπου, του κριτικού κλ |
    • επιστημονική or πνευματική ~ |
    • η ~ της κυβερνήσεως |
    • η ~ των δικαστών εγγυάται την καλή εφαρμογή των νόμων |
    • poem ... να διαλέξης |
    • αυτό που λέμε μια συνέπεια, μια ~ (Anagnostakis)

[fr MG ακεραιότης ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες