Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακέραια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακέραια [acérea] adv
  • in full, wholly, entirely, completely:
    • θέλω κάτι να καταλάβω τελειωτικά και ~ να παραστήσω, από το πρόσωπο, το μεγάλο και το χαρακτηριστικό που το καρφώνει ... το χέρι του Xάρου (Palam) |
    • μονάχα μέσα στο μεγάλο αμοιβαίο έρωτα ο άνθρωπος ζη ολοκληρωτικά, ~ (Theotokas) |
    • (η φιλοσοφική ανθρωπολογία) φιλοδοξεί να ερμηνεύση γνήσια και ~ τον άνθρωπο (Despotop) |
    • (η Ποίηση) πρέπει να μένη έξω από τα κοινωνικά, για να ενσωματώνη ~ την αξία της (Chourmouzios)

[der of ακέραιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες