Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακάτεχος, επίθ.
-
- 1) Που δεν ξέρει κ., άπειρος, αδαής, ανυποψίαστος:
- στον κατεχάρη ο ακάτεχος το μάθημα γυρεύγει (Eρωτόκρ. B´ 1866· A´ 953).
- 2) Άγνωστος:
- πάθη ακάτεχά μου καίσι … την καρδιά μου (Πανώρ. E´ 99).
[<στερ. α‑ + κατέχω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Που δεν ξέρει κ., άπειρος, αδαής, ανυποψίαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακάτεχος -η -ο [akátexos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) άμαθος, άπειρος: Mικρό παιδί ακάτεχο.
[α- 1 κατέχ(ω) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάτεχος1 [akátexos] ο,
- ignorant person, ignoramus (syn αμαθής άνθρωπος):
- οι απλοί και οι ακάτεχοι |
- ρητορικά γυμνάσματα για τ' αφτιά του ακάτεχου (Palam) |
- ποιητής που του λείπει ο λυρισμός και που του είναι στρωτός ο στίχος δεν υπάρχει παρά στην αναισθησία των ακάτεχων (id.) |
- poem και στον ακάτεχο, τον άμαθο |
- και το δειλό για τα ταξίδια |
- τα μακρινά σε φωτοθάλασσες (Skipis).
- ignorant person, ignoramus (syn αμαθής άνθρωπος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάτεχος2, -η, -ο [akátexos] region. & lit
- ① unacquainted (w.), ignorant (of), inexperienced (syn in αδαής):
- είναι ~ |
- κάνει τον ακάτεχο (syn κάνει τον ανήξερο) |
- αγράμματος κι ~ |
- άπραγος στέκεται κι ~ μπροστά στη ζωή (Palam) |
- τιμούσαν την τέχνη τους και δε σήκωναν κουβέντα πάνω σ' αυτήν από κανέναν ακάτεχο (Myriv) |
- poem πρωτόβγαλτος κι αθάρρευτος κι ~ του κόσμου (Palam) |
- καθώς ρουφούν οι ξωτικές με τα λαμπρά μαγνάδια |
- τη νύχτα τον ακάτεχο διαβάτη στα λαγκάδια (id.)
[fr LMG ακάτεχος, cpd w. κατέχω]
- ① unacquainted (w.), ignorant (of), inexperienced (syn in αδαής):