Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακάνθινος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακάνθινος, επίθ.
  • 1) Που έχει αγκάθια·
    • (μεταφ.):
      • έχουν την γλώσσαν απαλήν και ακάνθινην καρδίαν (Kομν., Διδασκ. I 212).
  • 2) Που είναι καμωμένος από αγκάθια:
    • ακάνθινο στεφάνι (Xρον. Mορ. P 110).

[αρχ. επίθ. ακάνθινος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακάνθινος -η -ο [akánθinos] Ε5 : (λόγ.) αγκάθινος, κυρίως στην έκφραση ~ στέφανος, το στεφάνι που φόρεσαν στο Xριστό όταν τον σταύρωσαν. || (ως σύμβολο μαρτυρίου): Φόρεσε τον ακάνθινο στέφανο (του μάρτυρα / του ήρωα).

[λόγ. < ελνστ. ἀκάνθινος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακάνθινος, -η, -ο [akánθinos]
  • made of thorns (syn αγκαθένιος):
    • ~ στέφανος του Xριστού (KΔ) and ακάνθινο στεφάνι |
    • για ν' αποκτήση το φωτοστέφανο φόρεσε το ακάνθινο στεφάνι (Thrylos) |
    • φοράνε ... ένα φανταστικό ακάνθινο στεφάνι και παριστάνουν τον μάρτυρα, τον ήρωα (Glezos) |
    • θριαμβευτές με ακάνθινο στέφανο (Palaiologos) |
    • poem τ' ακάνθινο στεφάνι δος μου, |
    • Γολγοθά (Palam) |
    • κ' οι ακροβλεφαρίδες σας, ακάνθινοι ήσκιοι, μοιάζουν |
    • σε στεφανάκια από μικρούς, μικρούς ασφοδελούς (Malakasis)

[fr MG ακάνθινος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες