Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακάμωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακάμωτος, επίθ.
  • 1) Aνεκτέλεστος:
    • τό γίνηκεν εγίνη, και δε μπορεί ποτέ του … ακάμωτο να μείνει (Eρωτόκρ. E´ 614).
  • 2) Aφρόντιστος, ακαλλιέργητος:
    • είχεν μείνει ακάμωτον (ενν. το περιβόλιν) (Aσσίζ. 7911).

[<στερ. α‑ + καμώνω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακάμωτος -η -ο [akámotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον έχουν φτιάξει, που δεν είναι καμωμένος· άφτιαχτος.

[μσν. ακάμωτος < α- 1 κάμ(νω δες στο κάνω) -ωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακάμωτος, -η, -ο [akámotos]
  • ① unmade, undone, unconstructed, unfinished (syn ανεκτέλεστος, ατέλειωτος, άφτιαστος, ant γινωμένος, καμωμένος, τελειωμένος, φτιαγμένος):
    • οι δουλειές είναι ακάμωτες |
    • ~ δρόμος unconstructed road (or unopened or unpaved or unfinished road) |
    • ακάμωτο σπίτι |
    • το φαΐ είναι ακάμωτο the food is uncooked or not entirely cooked (syn αμαγείρευτος, ant έτοιμος) |
    • η φορεσιά είναι ακάμωτη ακόμα |
    • τα μαλλιά είναι ακάμωτα the wool is uncarded (syn άξαντος) |
    • poem λύχνοι, από χέρια ακάμωτοι, μαλαματένιοι φέγγαν (Palam)
  • ② unripe, green (syn in άκαιρος 1c):
    • ακάμωτα κουκιά, σταφύλια, σύκα |
    • χρησιμοποιούν ακάμωτα στάχυα γι' απαρχές (Kakridis transl of Nilsson)
  • ③ not taken care of, unworked, untilled or unploughed, of fields (syn ανόργωτος, ακαλλιέργητος, άσπαρτος):
    • ακάμωτο χωράφι |
    • ο κάμπος είναι ~ ακόμα

[fr MG ακάμωτος, cpd w. *καμωτός bes καμω-μένος; cf αγίνωτος bes γινω-μένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες