Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακάματος -η -ο [akámatos] Ε5 : ακούραστος, ακαταπόνητος, άοκνος, συνήθ. σε τυποποιημένες εκφράσεις: ~ εργάτης του πνεύματος / ερευνητής. || Aκάματη δραστηριότητα / εργατικότητα.
ακάματα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκάματος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάματος, -η, -ο [akámatos]
- ① tireless, untiring, unwearied, indefatigable (syn ακαταπόνητος, ακόπιαστος, ακούραστος, άοκνος, δραστήριος, ant κατάκοπος, κατακουρασμένος):
- ~ άνθρωπος an indefatigable man |
- ~ ερευνητής |
- ~ εργάτης του καλάμου, του πνεύματος (L) tireless writer, tireless intellectual worker |
- ήσυχο το έθνος κι ακάματο (Psichari) |
- γύρω γύρω στον ήλιο χορεύουνε οι πλανήτες τον ακάματό τους το χορό (id.)
- ② involving or bringing no tiredness, untiring, unwearying, ceaseless and energetic (syn άοκνος):
- ακάματη δραστηριότητα tireless activity |
- ακάματη εργατικότητα tireless industriousness |
- ακάματη προσπάθεια untiring effort |
- η ακάματη επιδίωξη φαντασμαγορικής πρωτοτυπίας (Panagiotop) |
- με την ακάματη εργασία του για τον πλουτισμό των συλλογών εξάπλωσε στη χώρα του το καλλιτεχνικό συναίσθημα (Papantoniou)
[fr MG ακάματος ← AG, cpd w. κάματος]
- ① tireless, untiring, unwearied, indefatigable (syn ακαταπόνητος, ακόπιαστος, ακούραστος, άοκνος, δραστήριος, ant κατάκοπος, κατακουρασμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαματοσύνη [akamatosíni] η,
- laziness (syn in ακαμασιά) .