Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάματα [akámata] adv
- untiringly:
- (syn in άκοπα 1) κ' έτσι βάδιζε ~ (Psichari) |
- δούλεψε ~ για την προκοπή του γένους (Panagiotop) |
- κατά τον ίδιο τρόπο και ο ίδιος, γυμνάζοντας ~ όλες του τις δυνάμεις, προκόβει ολοένα και περισσότερο σε αυτοτελείωση (id.)
[fr AG ἀκάματα Soph. El. 164, der of ἀκάματος; cf AG ἀκαμάτως]
- untiringly: