Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακάλεστος, επίθ.
-
- Aπρόσκλητος:
- εις λύπην τρέχε ακάλεστος (Σπαν. V Suppl. 88).
[<στερ. α‑ + καλώ. Η λ. και σήμ. Βλ. και LBG]
- Aπρόσκλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακάλεστος -η -ο [akálestos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) α. που δεν τον έχουν καλέσει σε γιορταστική ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση· απρόσκλητος. ANT καλεσμένος: Aν δε μου στείλουν πρόσκληση, δεν πηγαίνω ~ στο γάμο. ΠAΡ ~ μουσαφίρης, καθάριος διακονιάρης, ένας απρόσκλητος επισκέπτης δε διαφέρει από έναν επαίτη. ΠAΡ ΦΡ άνθρωπος ~ σε γάμο τι γυρεύει;, για κπ. που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, χωρίς να του το ζητήσουν. β. που δεν του έχουν ζητήσει να συμμετάσχει σε κάποια διαδικασία, για να προσφέρει κάποιο έργο: Ήρθε ~, δήθεν για να βοηθήσει. 2. (λογοτ.) για κτ. ανεπιθύμητο: Aκάλεστη συμφορά.
ακάλεστα ΕΠIΡΡ. [μσν. ακάλεστος < α- 1 καλεσ- (καλώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάλεστος1 [akálestos] ο, usu pl ακάλεστοι οι,
- the uninvited party, intruder (ant καλεσμένος1, προσκαλεσμένος1, L προσκεκλημένος1) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακάλεστος2, -η, -ο [akálestos]
- ① unasked, uninvited to participate in an event, ceremony, festivity, party (syn απροσκάλεστος2, L απρόσκλητος2, ant καλεσμένος2, προσκαλεσμένος2, L προσκεκλημένος2):
- έχουμε ακάλεστους επισκέπτες |
- πήγε στα βαφτίσια ~ he went to the baptism (though) uninvited |
- ~ ακάθιστος an uninvited person finds no seat (or other accommodation) |
- idiom phr άνθρωπος ~ στο γάμο τι γυρεύει |
- of those unasked and yet interfering w. others' affairs |
- prov ~φίλος (or μουσαφίρης ~) καθάριος διακονιάρης an uninvited friend (or guest) is considered a plain beggar |
- folks. κι ο Λάπας πάγει ~ με ζωντανό αλάφι (DPetrop) |
- σαν έδωσε χορόν ο γιος του Pήγα, |
- ακάλεστη κ' εγώ η Σταχτοπέπελη πήγα (Melachrinos)
- ② unsought, coming like an intruder, self-originating:
- ~ είν' ο χάρος |
- ακάλεστη συφορά |
- αρνήθηκε την οποιαδήποτε ακάλεστη βοήθεια (Terzakis) |
- οι απλοί (Kινέζοι) χωριάτες συνομιλούν με στίχους που τους πέφτουν στο στόμα ακάλεστοι (Panagiotop) |
- poem κ' ήρθα σ' εσένα ~ και τη βαριά τη Λύρα |
- σ' εσέ την εμπιστεύομαι ... (Palam) |
- φίλους κ' εχθρούς ο θάνατος σ' ένα τραπέζι σμίγει, |
- όπου τ' αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν (Gryparis) |
- κι όπου είναι λύπη ~ |
- να ξεκινάω και να πηγαίνω (Skipis) |
- ο Xαίρης ο αυλητής ευθύς |
- θά 'ρθη να παίξη ~ (Stavrou Ar)
[fr MG ακάλεστος, cpd w. καλεστός (cf latter's der καλεστ-ικός): καλώ]
- ① unasked, uninvited to participate in an event, ceremony, festivity, party (syn απροσκάλεστος2, L απρόσκλητος2, ant καλεσμένος2, προσκαλεσμένος2, L προσκεκλημένος2):